πεδοκοίτης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />(για φυτά ή για καρπούς) αυτός που κείται ή εκτείνεται [[πάνω]] στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοῖτος]] «[[κρεβάτι]]»), | |mltxt=ὁ, Α<br />(για φυτά ή για καρπούς) αυτός που κείται ή εκτείνεται [[πάνω]] στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοῖτος]] «[[κρεβάτι]]»), [[πρβλ]]. [[ορεσικοίτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:10, 10 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, lying on the ground, σίκυος AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 541] auf dem Boden, auf der Erde liegend, σίκυον, Philp. 20 (VI, 102).
French (Bailly abrégé)
ου;
qui repose sur le sol.
Étymologie: πέδον, κοίτη.
Russian (Dvoretsky)
πεδοκοίτης: ου adj. m лежащий на земле (σίκυος ἐν φύλλοις π. Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πεδοκοίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους κείμενος, Ἀνθ. Π. 6. 102.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(για φυτά ή για καρπούς) αυτός που κείται ή εκτείνεται πάνω στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + -κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ορεσικοίτης].
Greek Monotonic
πεδοκοίτης: -ου, ὁ (κοίτη), αυτός που ξαπλώνει στη γη, σε Ανθ.