παρασπώ: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
(31) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άω, Α<br /><b>1.</b> [[σέρνω]] βίαια, [[αποσπώ]] από τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[εκλέγω]], [[διαλέγω]] για τον εαυτό μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αποσπώ]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρασπώμαι</i><br />[[αποσπώ]] κάποιον ή [[κάτι]] από κάποιον [[άλλο]] για τον εαυτό μου<br /><b>5.</b> (ως αυτοπαθές) [[αποσπώ]] τον εαυτό μου από κάποιον, αποσύρομαι<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παρεσπασμένος</i><br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με κύκλο παρατηρούμενο από τα [[πλάγια]]) εξωθημένος [[μακριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>σπῶ</i> ( | |mltxt=-άω, Α<br /><b>1.</b> [[σέρνω]] βίαια, [[αποσπώ]] από τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[εκλέγω]], [[διαλέγω]] για τον εαυτό μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αποσπώ]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρασπώμαι</i><br />[[αποσπώ]] κάποιον ή [[κάτι]] από κάποιον [[άλλο]] για τον εαυτό μου<br /><b>5.</b> (ως αυτοπαθές) [[αποσπώ]] τον εαυτό μου από κάποιον, αποσύρομαι<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παρεσπασμένος</i><br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με κύκλο παρατηρούμενο από τα [[πλάγια]]) εξωθημένος [[μακριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>σπῶ</i> ([[πρβλ]]. [[κατασπώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 10 May 2023
Greek Monolingual
-άω, Α
1. σέρνω βίαια, αποσπώ από τα πλάγια
2. εκλέγω, διαλέγω για τον εαυτό μου
3. μτφ. αποσπώ
4. μέσ. παρασπώμαι
αποσπώ κάποιον ή κάτι από κάποιον άλλο για τον εαυτό μου
5. (ως αυτοπαθές) αποσπώ τον εαυτό μου από κάποιον, αποσύρομαι
6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρεσπασμένος
μτφ. (σχετικά με κύκλο παρατηρούμενο από τα πλάγια) εξωθημένος μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σπῶ (πρβλ. κατασπώ].