σαμφόρας: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[ίππος]] που φέρει στα ισχία του το [[γράμμα]] [[σίγμα]] τυπωμένο με πυρωμένο [[εργαλείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάν</i>, δωρ. ονομ. του γράμματος [[σίγμα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρᾱς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πελτο</i>-<i>φόρας</i>].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[ίππος]] που φέρει στα ισχία του το [[γράμμα]] [[σίγμα]] τυπωμένο με πυρωμένο [[εργαλείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάν</i>, δωρ. ονομ. του γράμματος [[σίγμα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρᾱς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[πελτοφόρας]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαμφόρας:''' -ου, ὁ ([[φέρω]]), [[άλογο]] που έχει μαρκαριστεί στο μηρό με το [[γράμμα]] [[σάν]] (βλ. Σ, σ), σε Αριστοφ.· πρβλ. [[κοππατίας]].
|lsmtext='''σαμφόρας:''' -ου, ὁ ([[φέρω]]), [[άλογο]] που έχει μαρκαριστεί στο μηρό με το [[γράμμα]] [[σάν]] (βλ. Σ, σ), σε Αριστοφ.· πρβλ. [[κοππατίας]].
}}
}}

Revision as of 11:35, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαμφόρας Medium diacritics: σαμφόρας Low diacritics: σαμφόρας Capitals: ΣΑΜΦΟΡΑΣ
Transliteration A: samphóras Transliteration B: samphoras Transliteration C: samforas Beta Code: samfo/ras

English (LSJ)

ου, ὁ, (φέρω) horse branded with the letter σάν (v. Σ ς B. 2), Ar.Eq.603, Nu.122,1298, Eust.785.30.

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, ein Pferd, das als Zeichen der Race ein eingebranntes σάν od. σίγμα trägt, Ar. Equ. 601 Nubb. 123. 1280.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cheval marqué à la cuisse de la lettre σαν (C).
Étymologie: σάν, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

σαμφόρας: ου ὁ конь с С-образным тавром Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σαμφόρας: -ου, ὁ, (φέρω) ἵππος φέρων στίγμα παριστάνον τὸ ἀρχαῖον γράμμα σὰν (ἴδε ὑπὸ τὸ στοιχεῖον Σσ Β. 4), οὐκ ἐλᾷς, ὦ σαμφόρα; Ἀριστοφ. Ἱππ. 693, Νεφ. 122, 1298· πρβλ. κοππατίας, καὶ Εὐστ. 785, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 531.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
ίππος που φέρει στα ισχία του το γράμμα σίγμα τυπωμένο με πυρωμένο εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάν, δωρ. ονομ. του γράμματος σίγμα + -φόρᾱς (< φέρω), πρβλ. πελτοφόρας].

Greek Monotonic

σαμφόρας: -ου, ὁ (φέρω), άλογο που έχει μαρκαριστεί στο μηρό με το γράμμα σάν (βλ. Σ, σ), σε Αριστοφ.· πρβλ. κοππατίας.