τριχοφυής: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[έκφυση]] τριχών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριχοφυές</i><br />το [[φυτό]] [[τριχομανές]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / -<i>ομαι</i>, μέσω ενός ουδ. [[φύος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κερατο</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[έκφυση]] τριχών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριχοφυές</i><br />το [[φυτό]] [[τριχομανές]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / -<i>ομαι</i>, μέσω ενός ουδ. [[φύος]]), [[πρβλ]]. [[κερατοφυής]]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ές, <i>[[Haare]] [[hervorbringend]], [[bekommend]]</i>, Diosc.
|ptext=ές, <i>[[Haare]] [[hervorbringend]], [[bekommend]]</i>, Diosc.
}}
}}

Revision as of 11:50, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχοφῠής Medium diacritics: τριχοφυής Low diacritics: τριχοφυής Capitals: ΤΡΙΧΟΦΥΗΣ
Transliteration A: trichophyḗs Transliteration B: trichophyēs Transliteration C: trichofyis Beta Code: trixofuh/s

English (LSJ)

ές, growing or getting hair, Dsc.2.76.18: τριχοφυές, = τριχομανές, Apul. Herb.47 (interpol.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοφυής: -ές, ὁ συντελῶν πρὸς τριχοφυΐαν, «τὸ δὲ ἄρκειον δοκεῖν τριχοφυὲς εἶναι ἀλωπεκιῶν» Διοσκ. Β΄, 94, σ. 218, Kühn.· τὸ τρ. = τριχομανές, Appul. Barbar. Herb. 47.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
1. αυτός που συντελεί στην έκφυση τριχών
2. το ουδ. ως ουσ. το τριχοφυές
το φυτό τριχομανές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φυής (< φύω / -ομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. κερατοφυής].

German (Pape)

ές, Haare hervorbringend, bekommend, Diosc.