ὑπερφερής: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπερέχει, που προεξέχει, που [[είναι]] ψηλότερος από άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[έξοχος]], ο [[υπέροχος]] (α. «καὶ τὸ ὑπερφέρειν καὶ ὑπερφέρεσθαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν [[ὑπερφερής]], τόπῳ [[ἴσως]] ἢ ἐνδοξότητι», <b>Ευστ.</b><br />β. «τῶν λοιπῶν ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους [[εἶναι]]», Επιφάν.<br />γ. «καὶ ἡ [[πρόσοψις]] αὐτῆς [[ὑπερφερής]]», ΠΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερφερῶς</i> Α<br />[[έξοχα]], υπέροχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), | |mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπερέχει, που προεξέχει, που [[είναι]] ψηλότερος από άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[έξοχος]], ο [[υπέροχος]] (α. «καὶ τὸ ὑπερφέρειν καὶ ὑπερφέρεσθαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν [[ὑπερφερής]], τόπῳ [[ἴσως]] ἢ ἐνδοξότητι», <b>Ευστ.</b><br />β. «τῶν λοιπῶν ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους [[εἶναι]]», Επιφάν.<br />γ. «καὶ ἡ [[πρόσοψις]] αὐτῆς [[ὑπερφερής]]», ΠΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερφερῶς</i> Α<br />[[έξοχα]], υπέροχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[περιφερής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, pre-eminent, excellent, LXX Da.2.31, Hsch.: Comp., Anon. ap. Suid., Dionysius in Wien.Stud.20.319.
German (Pape)
[Seite 1203] ές, 1) hervorragend, dah. vortrefflich, ausgezeichnet. – 2) = ὑπερηφανής, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφερής: -ές, ἀνώτερος, ἔξοχος Ἑβδ. (Δαν. Β΄, 31). ― Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερφερές, μέγα ὑπερέχον», πρβλ. Φώτ. καὶ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
1. αυτός που υπερέχει, που προεξέχει, που είναι ψηλότερος από άλλους
2. μτφ. ο έξοχος, ο υπέροχος (α. «καὶ τὸ ὑπερφέρειν καὶ ὑπερφέρεσθαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν ὑπερφερής, τόπῳ ἴσως ἢ ἐνδοξότητι», Ευστ.
β. «τῶν λοιπῶν ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους εἶναι», Επιφάν.
γ. «καὶ ἡ πρόσοψις αὐτῆς ὑπερφερής», ΠΔ).
επίρρ...
ὑπερφερῶς Α
έξοχα, υπέροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φερής (< φέρω), πρβλ. περιφερής].