σωφρονιστήρ: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $5") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σωφρονιστήρ:''' ῆρος ὁ наставник, руководитель, учитель (δήμων καὶ ἀρχόντων Plut.). | |elrutext='''σωφρονιστήρ:''' ῆρος ὁ [[наставник]], [[руководитель]], [[учитель]] (δήμων καὶ ἀρχόντων Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:20, 11 May 2023
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A = σωφρονιστής, Plu.Cat.Ma.27. II pl., wisdom-teeth (= κραντῆρες), Hp.Carn.13, Cleanth.Stoic.1.118, Ruf.Onom.51, Hsch., etc. III σωφρονιστὴρ λίθος at Thebes, which restored reason to Heracles, Paus.9.11.2.
German (Pape)
[Seite 1062] ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής; Plut. Cat. mai. 27; γυναικῶν, S. Emp. adv. mus. 11; im plur. die Weisheitszähne, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
conseiller, précepteur, moniteur.
Étymologie: σωφρονίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωφρονιστήρ -ῆρος, ὁ [σωφρονίζω] vermaner, terechtwijzer. ( geneesk. ) verstandskies
Russian (Dvoretsky)
σωφρονιστήρ: ῆρος ὁ наставник, руководитель, учитель (δήμων καὶ ἀρχόντων Plut.).
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΜΑ
βλ. σωφρονιστήρας.
Greek Monotonic
σωφρονιστήρ: -ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονιστήρ: ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 27. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., οἱ ὀδόντες τῆς φρονήσεως, ἄλλως κραντῆρες, Ἱππ. 252. 29, Ἡσύχ., κλπ.
Middle Liddell
σωφρονιστήρ, ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής, Plat.]