λυραοιδός: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῠραοιδός:''' стяж. [[λυρῳδός|λῠρῳδός]] ὁ и ἡ играющий (играющая) на лире, лирник Plut., Anth. | |elrutext='''λῠραοιδός:''' стяж. [[λυρῳδός|λῠρῳδός]] ὁ и ἡ [[играющий]] (играющая) на лире, лирник Plut., Anth. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:51, 11 May 2023
English (LSJ)
(or rather λυράοιδος Hdn.Gr.1.229), ὁ, ἡ, one who sings to the lyre, AP7.612 (Agath.), APl.4.279:—contr. λῠρῳδός, AP6.118 (Antip.), Plu.Sull.33: Adj. -ῳδὸς ἁρμονία Callistr.Stat.7.
French (Bailly abrégé)
p. contr. λυρῳδός;
οῦ (ὁ, ἡ)
joueur, joueuse de lyre.
Étymologie: λύρα, ἀοιδός.
German (Pape)
ὁ, zusammengezogen λυρῳδός, der zur Lyra singt, Leiersänger, Sp., auch ἡ λυρ., Agath. 91 (VII.612).
Russian (Dvoretsky)
λῠραοιδός: стяж. λῠρῳδός ὁ и ἡ играющий (играющая) на лире, лирник Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λῠραοιδός: (ᾒ λυράοιδος, Ἀρκάδ. σ. 86. 25), ὁ, ἡ, ὁ ᾄδων πρὸς λύραν, Ἀνθ. Π. 7. 612, Πλαν. 729·- συνῃρημ. λυρῳδός, Ἀνθ. Π. 6. 118· λ. γυνὴ Πλουτ. Σύλλ. 33.
Greek Monolingual
λυραοιδός, ὁ, ἡ (Α)
βλ. λυρωδός.
Greek Monotonic
λῠραοιδός: ὁ, ἡ, αυτός που τραγουδάει με συνοδεία λύρας, σε Ανθ.· συνηρ. λυρῳδός, στον ίδ., Πλούτ.
Middle Liddell
λῠρ-αοιδός, οῦ, ὁ,
one who sings to the lyre, Anth.:— contr. λυρῳδός, Anth., Plut.