μυστιπόλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μυστιπόλος:''' <b class="num">II</b> ὁ посвященный Anth.<br />относящийся к мистериям (ἤματα Anth.).
|elrutext='''μυστιπόλος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[посвященный]] Anth.<br />относящийся к мистериям (ἤματα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:01, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 223] Mvsterien feiernd, eine geheime Weihe begehend; Ep. ad. 190 (App. 239); μυστιπόλοις ἤμασι, Ep. ad. 191 (App. 164); a. sp. D., wie Man. 4, 229 u. Nonn.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne la célébration des mystères ; ὁ μυστιπόλος initié, prêtre.
Étymologie: μύστης, πολέω.

Russian (Dvoretsky)

μυστιπόλος: IIпосвященный Anth.
относящийся к мистериям (ἤματα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μυστῐπόλος: -ον, (μύστης, πολέω), ὁ τελῶν μυστηριώδεις τελετάς, Ἀνθ. Π. παρα. 239· ὁ χρησιμεύων εἰς μυστικὰς τελετάς, μ. ἤματα αὐτόθι 164· δᾷδες Ἑλλ. Ἐπιγρ. 822. 8· φόρμιγξ Χριστοδ. Ἔκφρ. 115· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 666. 2) Ἐκκλησιαστ. μυστιπόλος, = ἱεράρχης, Στέφ. Διάκ. 1077C.

Greek Monolingual

μυστιπόλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που τελεί μυστήρια ή μια μυστική τελετή
2. αυτός που χρησιμεύει στη διεξαγωγή μυστικών τελετών («μυστιπόλος φόρμιγξ»)
μσν.
εκκλ. ιεράρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειροπόλος. Η μορφή μυστι- με την οποία εμφανίζεται ο τ. μύστης προξενεί έκπληξη και θυμίζει ίσως τα σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. λ. μύστις)].

Greek Monotonic

μυστῐπόλος: -ον (μύστης, πολέω), αυτός που δίνει επίσημο τόνο στα μυστήρια, που τελεί μυστηριακές τελετουργίες, σε Ανθ.

Middle Liddell

μυστῐ-πόλος, ον μύστης, πολέω
solemnising mysteries, performing mystic rites, Anth.