πλαγκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, θηλ. πλάγκτειρα Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου) (με ενεργ<br />σημ.) αυτός που παραπλανά κάποιον, ο [[πλάνος]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) περιπλανώμενος, [[αλήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλαγγ</i>- του [[πλάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i>/-<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σφιγκ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, θηλ. πλάγκτειρα Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου) (με ενεργ<br />σημ.) αυτός που παραπλανά κάποιον, ο [[πλάνος]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) περιπλανώμενος, [[αλήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλαγγ</i>- του [[πλάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i>/-<i>τειρα</i> ([[πρβλ]]. [[σφιγκτήρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:55, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαγκτήρ Medium diacritics: πλαγκτήρ Low diacritics: πλαγκτήρ Capitals: ΠΛΑΓΚΤΗΡ
Transliteration A: planktḗr Transliteration B: planktēr Transliteration C: plagktir Beta Code: plagkth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (πλάζω A) either (Act.) he that leads astray, the beguiler, or (Pass.) the roamer, epithet of Dionysus, AP9.524.17: fem. πλάγκτειρα, ἀτραπιτός, of the Zodiac, Hymn.Is.29.

German (Pape)

[Seite 623] ῆρος, ὁ, der irren Machende, Verwirrende, od. der Irrende, Beiw. des Bacchus (IX, 524, 17).

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
errant ; qui fait errer, qui égare (ép. de Bacchus).
Étymologie: πλάζω.

Russian (Dvoretsky)

πλαγκτήρ: ῆρος adj. m блуждающий, странствующий или заставляющий блуждать, путающий Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πλαγκτήρ: ῆρος, ὁ, (πλάζω) ἢ (ἐνεργ.) ὁ παραπλανῶν, πλάνος, ἢ (παθ.) περιπλανώμενος, ἀλήτης, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, θηλ. πλάγκτειρα Α
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου) (με ενεργ
σημ.) αυτός που παραπλανά κάποιον, ο πλάνος
2. (με παθ. σημ.) περιπλανώμενος, αλήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ- του πλάζω + επίθημα -τηρ/-τειρα (πρβλ. σφιγκτήρ)].

Greek Monotonic

πλαγκτήρ: -ῆρος, ὁ (πλάζω), είτε Ενεργ., αυτός που εξαπατά είτε Παθ., αυτός που περιπλανιέται, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.

Middle Liddell

πλαγκτήρ, ῆρος, ὁ, πλάζω
the beguiler, (or pass.) the roamer, of Bacchus, Anth.