πρόσφυγος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που καταφεύγει [[κάπου]] για [[ασφάλεια]] και [[προστασία]] («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι [[πρόσφυγος]] ἦν», Κ. Πορφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για θεματ. [[μορφή]] του [[πρόσφυξ]] ( | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που καταφεύγει [[κάπου]] για [[ασφάλεια]] και [[προστασία]] («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι [[πρόσφυγος]] ἦν», Κ. Πορφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για θεματ. [[μορφή]] του [[πρόσφυξ]] ([[πρβλ]]. [[οψίφυγος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, fleeing for refuge, Aesop.417, v.l. in Hdn.5.3.10.
German (Pape)
[Seite 787] zu Einem od. wohin fliehend, Aesop.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui se réfugie auprès de, qui cherche asile ou protection.
Étymologie: πρός, φυγή.
Russian (Dvoretsky)
πρόσφῠγος: ищущий убежища Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσφῠγος: -ον, ὁ καταφεύγων που πρὸς ἀσφάλειαν, πρόσφυξ, Κ. Πορφύρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 227, Αἰσώπ. Μῦθ. 39.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που καταφεύγει κάπου για ασφάλεια και προστασία («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι πρόσφυγος ἦν», Κ. Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για θεματ. μορφή του πρόσφυξ (πρβλ. οψίφυγος)].