ρόπτρο: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ / [[ῥόπτρον]], ΝΜΑ<br />[[βαρύ]], κινητό μεταλλικό [[εξάρτημα]], προσαρμοσμένο στο ένα του [[άκρο]] στην [[εξώπορτα]] του σπιτιού για το [[χτύπημα]] της εξώθυρας («νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας [[ἡδέως]] ἐκκρηνάμεσθα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ραβδί]], [[ρόπαλο]] με [[εξόγκωμα]] στο άνω [[μέρος]] («Δίκης ἔπαισεν αὐτὸν [[ῥόπτρον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[ξύλο]] της παγίδας, της φάκας, που έπεφτε με το [[άγγιγμα]] και έπιανε τον ποντικό<br /><b>3.</b> μουσικό όργανο τών Κορυβάντων, [[ρόμβος]] («ῥόπτρα βυρσοπαγῆ καὶ κοῑλα περιτείναντες ἠχείοις χαλκοῖς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[πέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥοπ</i>- του [[ῥέπω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ( | |mltxt=τὸ / [[ῥόπτρον]], ΝΜΑ<br />[[βαρύ]], κινητό μεταλλικό [[εξάρτημα]], προσαρμοσμένο στο ένα του [[άκρο]] στην [[εξώπορτα]] του σπιτιού για το [[χτύπημα]] της εξώθυρας («νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας [[ἡδέως]] ἐκκρηνάμεσθα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ραβδί]], [[ρόπαλο]] με [[εξόγκωμα]] στο άνω [[μέρος]] («Δίκης ἔπαισεν αὐτὸν [[ῥόπτρον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[ξύλο]] της παγίδας, της φάκας, που έπεφτε με το [[άγγιγμα]] και έπιανε τον ποντικό<br /><b>3.</b> μουσικό όργανο τών Κορυβάντων, [[ρόμβος]] («ῥόπτρα βυρσοπαγῆ καὶ κοῑλα περιτείναντες ἠχείοις χαλκοῖς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[πέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥοπ</i>- του [[ῥέπω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[βάκτρον]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:13, 11 May 2023
Greek Monolingual
τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ
βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα του σπιτιού για το χτύπημα της εξώθυρας («νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.)
αρχ.
1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης ἔπαισεν αὐτὸν ῥόπτρον», Ευρ.)
2. το ξύλο της παγίδας, της φάκας, που έπεφτε με το άγγιγμα και έπιανε τον ποντικό
3. μουσικό όργανο τών Κορυβάντων, ρόμβος («ῥόπτρα βυρσοπαγῆ καὶ κοῑλα περιτείναντες ἠχείοις χαλκοῖς», Πλούτ.)
4. το πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥοπ- του ῥέπω + επίθημα -τρον (πρβλ. βάκτρον)].