σκάμβυκες: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκόλοπες, χάρακες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το επίθ. [[σκαμβός]] με [[επίθημα]] -<i>υξ</i>, -<i>υκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κάλ</i>-<i>υξ</i>)].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκόλοπες, χάρακες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το επίθ. [[σκαμβός]] με [[επίθημα]] -<i>υξ</i>, -<i>υκος</i> ([[πρβλ]]. [[κάλυξ]])].
}}
}}

Revision as of 16:20, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάμβυκες Medium diacritics: σκάμβυκες Low diacritics: σκάμβυκες Capitals: ΣΚΑΜΒΥΚΕΣ
Transliteration A: skámbykes Transliteration B: skambykes Transliteration C: skamvykes Beta Code: ska/mbukes

English (LSJ)

σκόλοπες, χάρακες, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκόλοπες, χάρακες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το επίθ. σκαμβός με επίθημα -υξ, -υκος (πρβλ. κάλυξ)].