τετράστοιχος: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τετράστοιχος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] στοίχους ή [[τέσσερεις]] σειρές<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τετράστοιχον [[σῶμα]]» — [[κράμα]] από [[τέσσερα]] μέταλλα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός αποτελείται από [[τέσσερα]] στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] «[[σειρά]], [[γραμμή]]» ( | |mltxt=-η, -ο / [[τετράστοιχος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] στοίχους ή [[τέσσερεις]] σειρές<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τετράστοιχον [[σῶμα]]» — [[κράμα]] από [[τέσσερα]] μέταλλα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός αποτελείται από [[τέσσερα]] στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] «[[σειρά]], [[γραμμή]]» ([[πρβλ]]. [[τρίστοιχος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, A in four rows, κριθαί ib.8.4.2. 2 τ. σῶμα alloy of four metals, Olymp.Alch.p.96 B. II τετράστοιχον, τό, four classes of ζῷα, Procl.in Cra.p.22 P.
German (Pape)
[Seite 1099] in vier Reihen, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράστοιχος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων στοίχων ἢ σειρῶν, διῃρημένον κατὰ τὴν τετραστοιχίαν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράστοιχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις στοίχους ή τέσσερεις σειρές
μσν.
φρ. «τετράστοιχον σῶμα» — κράμα από τέσσερα μέταλλα
μσν.-αρχ.
αυτός αποτελείται από τέσσερα στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. τρίστοιχος)].