τεσσαρακοστός: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τεσσαρακοστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τετρωκοστός]], -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α<br />(τακτικό αριθμτ.)<br /><b>1.</b> αυτός που σε μια [[σειρά]] ή [[τάξη]] καταλαμβάνει τη [[θέση]] που αντιστοιχεί στον αριθμό [[σαράντα]] (α. «αποφοίτησε [[τεσσαρακοστός]]» β. «καὶ ἀφικνοῦνται τῇ τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τεσσαρακοστή]]<br /><b>βλ.</b> [[τεσσαρακοστή]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τεσσαρακοστό</i><br />καθένα από τα [[σαράντα]] ίσα τμήματα στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[τεσσαρακοστά]]<br /><b>εκκλ.</b> [[λειτουργία]] που τελείται [[σαράντα]] μέρες [[μετά]] τον θάνατο ενός προσώπου, τα [[σαράντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τεσσαρά</i>-<i>κοντα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. τακτικών αριθμτ. -<i>στός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πεντηκο</i>-<i>στός</i>). Ο τ. <i>τετρωκο</i>-<i>στός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρώ</i>-<i>κοντα</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τεσσαράκοντα]])].
|mltxt=-ή, -ό / [[τεσσαρακοστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τετρωκοστός]], -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α<br />(τακτικό αριθμτ.)<br /><b>1.</b> αυτός που σε μια [[σειρά]] ή [[τάξη]] καταλαμβάνει τη [[θέση]] που αντιστοιχεί στον αριθμό [[σαράντα]] (α. «αποφοίτησε [[τεσσαρακοστός]]» β. «καὶ ἀφικνοῦνται τῇ τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τεσσαρακοστή]]<br /><b>βλ.</b> [[τεσσαρακοστή]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τεσσαρακοστό</i><br />καθένα από τα [[σαράντα]] ίσα τμήματα στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[τεσσαρακοστά]]<br /><b>εκκλ.</b> [[λειτουργία]] που τελείται [[σαράντα]] μέρες [[μετά]] τον θάνατο ενός προσώπου, τα [[σαράντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τεσσαρά</i>-<i>κοντα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. τακτικών αριθμτ. -<i>στός</i> ([[πρβλ]]. [[πεντηκοστός]]). Ο τ. <i>τετρωκο</i>-<i>στός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρώ</i>-<i>κοντα</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τεσσαράκοντα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:35, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεσσᾰρᾰκοστός Medium diacritics: τεσσαρακοστός Low diacritics: τεσσαρακοστός Capitals: ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟΣ
Transliteration A: tessarakostós Transliteration B: tessarakostos Transliteration C: tessarakostos Beta Code: tessarakosto/s

English (LSJ)

ή, όν, A fortieth, Th.1.60, etc.; Dor. τετρωκοστός, ά, όν, Archim.Aren.4.10, al.; also Ion. apparently, SIG167.17 (Mylasa, iv B.C.): but Ion. Τετρηκοστή (pr. n.) GDI5755.5 (ibid.). II ἡ τεσσαρακοστή (sc. μοῖρα): 1 tax of one-fortieth, Ar.Ec.825; ἐπίτροπος τεσσαρακοστῆς MAMA4.113 (Lysias, i/ii A.D.). 2 a fortieth, a coin of Chios, Th.8.101.

German (Pape)

[Seite 1095] der vierzigste; αἱ τεσσαρακοσταί, eine Münze auf Chios, Thuc. 8, 101; – ἡ τεσσαρακοστή, eine Abgabe des vierzigsten Theils vom Vermögen, Ar. Eccl. 825.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
quarantième ; αἱ τεσσαρακοσταί THC litt. les quarantièmes, monnaie de Chios.
Étymologie: τεσσαράκοντα.

Russian (Dvoretsky)

τεσσᾰρᾰκοστός: атт. τεττᾰρᾰκοστός 3 сороковой Thuc. etc.

Greek (Liddell-Scott)

τεσσᾰρᾰκοστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Λατ. quadragesimus, Θουκ. 1. 60, κλπ.· Δωρ. τετρωκοστός, ή, όν, Ἀρτεμίδ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d. Ι. II. ἡ τεσσαρακοστὴ (μοῖρα)· 1) φόροςτέλος συνιστάμενον εἰς τὸ ἓν τεσσαρακοστόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 825. 2) ἓν τεσσαρακοστόν, νόμισμά τι τῆς Χίου, Θουκ. 8. 101.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τεσσαρακοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τετρωκοστός, -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α
(τακτικό αριθμτ.)
1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη καταλαμβάνει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό σαράντα (α. «αποφοίτησε τεσσαρακοστός» β. «καὶ ἀφικνοῦνται τῇ τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ», Θουκ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η τεσσαρακοστή
βλ. τεσσαρακοστή.
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τεσσαρακοστό
καθένα από τα σαράντα ίσα τμήματα στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τεσσαρακοστά
εκκλ. λειτουργία που τελείται σαράντα μέρες μετά τον θάνατο ενός προσώπου, τα σαράντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρά-κοντα + κατάλ. τακτικών αριθμτ. -στός (πρβλ. πεντηκοστός). Ο τ. τετρωκο-στός < τετρώ-κοντα (βλ. λ. τεσσαράκοντα)].

Greek Monotonic

τεσσᾰρᾰκοστός: -ή, -όν,
I. όπως και σήμερα, Λατ. quadragesimus, σε Θουκ.
II. τεσσαρακοστὴ (μοῖρα), , τεσσαρακοστή, νόμισμα της Χίου, στον ίδ.

Middle Liddell

τεσσᾰρᾰκοστός, ή, όν
I. fortieth, Lat. quadragesimus, Thuc.
II. τεσσαρακοστή μοῖρα, a fortieth, a coin of Chios, Thuc.