φαρμακερός: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[φαρμάκι]] («έχει νερά φαρμακερά», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιοβόλος]], [[δηλητηριώδης]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που προξενεί [[ψυχικό]] πόνο, ο ιδιαίτερα [[πικρός]] ή [[δηκτικός]] («φαρμακερά [[λόγια]]»)<br />β) (για το [[κρύο]]) [[δριμύς]], [[διαπεραστικός]]<br />γ) αυτός που προκαλεί [[μεγάλη]] [[βλάβη]] [[χωρίς]] να μπορεί [[κανείς]] να τον αποσοβήσει («το τρίτο, το φαρμακερό, τον πήρε στην [[καρδιά]] του», δημ. [[τραγούδι]]). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φαρμακερά Ν</i><br />με φαρμακερό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακο]] / [[φαρμάκι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φθον</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[φαρμάκι]] («έχει νερά φαρμακερά», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιοβόλος]], [[δηλητηριώδης]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που προξενεί [[ψυχικό]] πόνο, ο ιδιαίτερα [[πικρός]] ή [[δηκτικός]] («φαρμακερά [[λόγια]]»)<br />β) (για το [[κρύο]]) [[δριμύς]], [[διαπεραστικός]]<br />γ) αυτός που προκαλεί [[μεγάλη]] [[βλάβη]] [[χωρίς]] να μπορεί [[κανείς]] να τον αποσοβήσει («το τρίτο, το φαρμακερό, τον πήρε στην [[καρδιά]] του», δημ. [[τραγούδι]]). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φαρμακερά Ν</i><br />με φαρμακερό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακο]] / [[φαρμάκι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> ([[πρβλ]]. [[φθονερός]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που περιέχει φαρμάκι («έχει νερά φαρμακερά», Ερωτόκρ.)
2. ιοβόλος, δηλητηριώδης
3. μτφ. α) (για πράγμ.) αυτός που προξενεί ψυχικό πόνο, ο ιδιαίτερα πικρός ή δηκτικός («φαρμακερά λόγια»)
β) (για το κρύο) δριμύς, διαπεραστικός
γ) αυτός που προκαλεί μεγάλη βλάβη χωρίς να μπορεί κανείς να τον αποσοβήσει («το τρίτο, το φαρμακερό, τον πήρε στην καρδιά του», δημ. τραγούδι).
επίρρ...
φαρμακερά Ν
με φαρμακερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο / φαρμάκι + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθονερός)].