χορείος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / χορεῖος, -εία, -εῖον, ΝΜΑ, αρσ. και [[χόριος]] Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χορείος]] και ὁ [[χορείος]]<br />(στην αρχ. [[μετρική]]) [[τρίβραχυς]] ή [[τροχαίος]] [[μετρικός]] [[πους]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χορεῖον</i><br />[[τόπος]] όπου χορεύουν, χοροστάσι, [[χορευταριά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] εκτέλεσης μελωδίας σε αυλό<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Χορεῖος</i><br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[φιάλη]] που αποτελούσε έπαθλο χορού<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> i) «χορεῖον<br />διδασκαλεῖον»<br />ii) «χορεῖον<br />αὔλημά τι» <br />γ) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἡ [[χόρευσις]]»<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χορεῖα</i><br />α) [[πληρωμή]] για το [[δικαίωμα]] συμμετοχής στις τελετές τών υμνωδών<br />β) [[γιορτή]], [[πιθανώς]] [[προς]] τιμήν του Διονύσου<br />γ) ευχαριστήρια [[προσφορά]] χορού για [[νίκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σπονδ</i>-<i>εῖος</i>)].
|mltxt=ο / χορεῖος, -εία, -εῖον, ΝΜΑ, αρσ. και [[χόριος]] Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χορείος]] και ὁ [[χορείος]]<br />(στην αρχ. [[μετρική]]) [[τρίβραχυς]] ή [[τροχαίος]] [[μετρικός]] [[πους]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χορεῖον</i><br />[[τόπος]] όπου χορεύουν, χοροστάσι, [[χορευταριά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] εκτέλεσης μελωδίας σε αυλό<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Χορεῖος</i><br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[φιάλη]] που αποτελούσε έπαθλο χορού<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> i) «χορεῖον<br />διδασκαλεῖον»<br />ii) «χορεῖον<br />αὔλημά τι» <br />γ) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἡ [[χόρευσις]]»<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χορεῖα</i><br />α) [[πληρωμή]] για το [[δικαίωμα]] συμμετοχής στις τελετές τών υμνωδών<br />β) [[γιορτή]], [[πιθανώς]] [[προς]] τιμήν του Διονύσου<br />γ) ευχαριστήρια [[προσφορά]] χορού για [[νίκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> ([[πρβλ]]. [[σπονδεῖος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:58, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο / χορεῖος, -εία, -εῖον, ΝΜΑ, αρσ. και χόριος Α
το αρσ. ως ουσ. ο χορείος και ὁ χορείος
(στην αρχ. μετρική) τρίβραχυς ή τροχαίος μετρικός πους
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορεῖον
τόπος όπου χορεύουν, χοροστάσι, χορευταριά
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. είδος εκτέλεσης μελωδίας σε αυλό
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Χορεῖος
προσωνυμία του Διονύσου
3. το ουδ. ως ουσ. α) φιάλη που αποτελούσε έπαθλο χορού
β) (κατά τον Ησύχ.) i) «χορεῖον
διδασκαλεῖον»
ii) «χορεῖον
αὔλημά τι»
γ) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ χόρευσις»
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χορεῖα
α) πληρωμή για το δικαίωμα συμμετοχής στις τελετές τών υμνωδών
β) γιορτή, πιθανώς προς τιμήν του Διονύσου
γ) ευχαριστήρια προσφορά χορού για νίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κατάλ. -εῖος (πρβλ. σπονδεῖος)].