μεγαλωφελής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλωφελής]], -ές (Α)<br />εξαιρετικά [[ωφέλιμος]], πολύ [[χρήσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄφελος]] ([[πρβλ]]. <i>κοιν</i>-<i>ωφελής</i>). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[μεγαλωφελής]], -ές (Α)<br />εξαιρετικά [[ωφέλιμος]], πολύ [[χρήσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄφελος]] ([[πρβλ]]. [[κοινωφελής]]). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Revision as of 06:49, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλωφελής Medium diacritics: μεγαλωφελής Low diacritics: μεγαλωφελής Capitals: ΜΕΓΑΛΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: megalōphelḗs Transliteration B: megalōphelēs Transliteration C: megalofelis Beta Code: megalwfelh/s

English (LSJ)

ές, (ὄφελος) very serviceable, Phld.Mus.p.104 K., Corn.ND16, Plu.2.553c, Cleom.1.1 (Sup.), Sor. 2.14.

German (Pape)

[Seite 108] ές, sehr nützend, Plut. S. N. V. 7; bei Suid. Erkl. von ἐριούνιος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
grandement utile.
Étymologie: μέγας, ὠφελέω.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλωφελής: весьма полезный, приносящий большую пользу Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ μεγάλως ὠφελῶν, λίαν ὠφέλιμος, Πλούτ. 2. 553D, Κλεομήδ.

Greek Monolingual

μεγαλωφελής, -ές (Α)
εξαιρετικά ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ὄφελος (πρβλ. κοινωφελής). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].