Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάνταλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μάνδαλος]], ο (AM [[μάνδαλος]], Μ και [[μάνταλος]])<br />σιδερένια ή ξύλινη [[ράβδος]] με την οποία κλείνεται από [[μέσα]] η πόρτα ή το [[παράθυρο]], η [[αμπάρα]], ο [[σύρτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρατ.</b> [[μηχανισμός]] του κλείστρου τών πυροβόλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλος</i> ([[πρβλ]]. <i>κόκκ</i>-<i>αλος</i>). Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μάνδρα]] και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mand</i>- «[[περίφραξη]] με τη [[μορφή]] φράχτη». Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με το <i>ἀμάνδαλον</i> δεν φαίνεται πειστική].
|mltxt=και [[μάνδαλος]], ο (AM [[μάνδαλος]], Μ και [[μάνταλος]])<br />σιδερένια ή ξύλινη [[ράβδος]] με την οποία κλείνεται από [[μέσα]] η πόρτα ή το [[παράθυρο]], η [[αμπάρα]], ο [[σύρτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρατ.</b> [[μηχανισμός]] του κλείστρου τών πυροβόλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλος</i> ([[πρβλ]]. [[κόκκαλος]]). Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[μάνδρα]] και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mand</i>- «[[περίφραξη]] με τη [[μορφή]] φράχτη». Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. συνδέεται με το <i>ἀμάνδαλον</i> δεν φαίνεται πειστική].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

Greek Monolingual

και μάνδαλος, ο (AM μάνδαλος, Μ και μάνταλος)
σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με την οποία κλείνεται από μέσα η πόρτα ή το παράθυρο, η αμπάρα, ο σύρτης
νεοελλ.
στρατ. μηχανισμός του κλείστρου τών πυροβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -αλος (πρβλ. κόκκαλος). Η λ. συνδέεται πιθ. με το μάνδρα και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα mand- «περίφραξη με τη μορφή φράχτη». Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με το ἀμάνδαλον δεν φαίνεται πειστική].