κυπρῖνος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM κυπρῑνος)<br />[[γένος]] κυπρινόμορφων τελεόστεων ιχθύων, που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] cyprinidae και [[είναι]] μεγάλα εδώδιμα ψάρια τών γλυκών νερών, με κοινές [[σήμερα]] ονομασίες [[σαζάνι]] ή [[γριβάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύπρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῖνος</i> ([[πρβλ]]. <i>ερυθρ</i>-<i>ίνος</i>)<br />ο [[σχηματισμός]] της λ. από τον τ. [[κύπρος]], [[είδος]] φυτού, οφείλεται στην [[ομοιότητα]] του χρώματος του ψαριού με το [[χρώμα]] του φυτού].
|mltxt=ο (AM κυπρῑνος)<br />[[γένος]] κυπρινόμορφων τελεόστεων ιχθύων, που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] cyprinidae και [[είναι]] μεγάλα εδώδιμα ψάρια τών γλυκών νερών, με κοινές [[σήμερα]] ονομασίες [[σαζάνι]] ή [[γριβάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύπρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῖνος</i> ([[πρβλ]]. [[ερυθρίνος]])<br />ο [[σχηματισμός]] της λ. από τον τ. [[κύπρος]], [[είδος]] φυτού, οφείλεται στην [[ομοιότητα]] του χρώματος του ψαριού με το [[χρώμα]] του φυτού].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 06:55, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυπρῖνος Medium diacritics: κυπρῖνος Low diacritics: κυπρίνος Capitals: ΚΥΠΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kyprînos Transliteration B: kyprinos Transliteration C: kyprinos Beta Code: kupri=nos

English (LSJ)

ὁ, carp, Arist.HA533a29, 538a15, Fr.321, Opp.H.1.101.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, eine Karpfenart; Arist. H. A. 4, 11. 6, 14; Ath. VII, 309 a; Opp. Hal. 1, 101. 592.

Russian (Dvoretsky)

κυπρῖνος:рыба карп (Cyprinus carpio) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κυπρῖνος: ὁ, εἶδος λιμναίου καὶ ποταμίου ἰχθύος, καλουμένου καὶ νῦν κυπρίνου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 7., 4. 11, 7, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ο (AM κυπρῑνος)
γένος κυπρινόμορφων τελεόστεων ιχθύων, που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια cyprinidae και είναι μεγάλα εδώδιμα ψάρια τών γλυκών νερών, με κοινές σήμερα ονομασίες σαζάνι ή γριβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύπρος + -ῖνος (πρβλ. ερυθρίνος)
ο σχηματισμός της λ. από τον τ. κύπρος, είδος φυτού, οφείλεται στην ομοιότητα του χρώματος του ψαριού με το χρώμα του φυτού].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: carp (Arist., Opp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like ἀτταγῖνος and other fish-names (s. on ἀτταγᾶς and Strömberg Fischnamen 41) from κύπρος henna (s. v.) after the colour; cf. Strömberg 20ff. - Not here the other names for carp, Skt. śaphara- m. = Lith. šãpalas, OHG karp(f)o etc. (s. Bq and W.-Hofmann s. carpa). -ιν- is a well known Pre-Greek suffix.

Frisk Etymology German

κυπρῖνος: {kuprĩnos}
Grammar: m.
Meaning: Karpfen (Arist., Opp.).
Etymology: Bildung wie ἀτταγῖνος und andere Fischnamen (s. zu ἀτταγᾶς m. Lit. und Strömberg Fischnamen 41) von κύπρος Hennastrauch (s. d.) nach der Farbe; vgl. Strömberg 20ff., auch WP. 1, 457. — Die anderen Benennungen des Karpfens, aind. śaphara- m. = lit. šãpalas, ahd. karp(f)o usw. (s. Bq und W.-Hofmann s. carpa m. Lit.) sind fernzuhalten.
Page 2,51

Translations

carp

Abenaki: wôbhagas; Afrikaans: karp; Albanian: krap; Arabic: شَبُّوط‎; Aramaic Classical Syriac: ܫܒܘܛܐ‎; Armenian: ծածան; Middle Armenian: շապութ; Asturian: carpa; Azerbaijani: karp, sazan, çəki balığı; Basque: karpa; Belarusian: карп; Bulgarian: шаран; Catalan: carpa; Chinese Mandarin: 鯉魚, 鲤鱼; Czech: kapr; Danish: karpe; Dutch: karper; Esperanto: karpo; Faroese: karpa; Finnish: karppi; French: carpe; Galician: carpa; Georgian: კობრი, ჭანარი; German: Karpfen; Greek: κυπρίνος; Ancient Greek: κυπρῖνος, βάλαγρος, βάλερος, βαλῖνος, βαλλιρός, βαρῆνος; Hebrew: קרפיון‎; Hungarian: ponty; Icelandic: vatnakarfi; Ido: karpo; Indonesian: ikan mas; Irish: carbán; Italian: carpa, reina; Japanese: 鯉, コイ; Kazakh: тұқы; Korean: 잉어(鯉魚); Latin: carpa; Macedonian: крап; Manchu: ᡶᡠᠰᡝᠯᡳ; Maori: morihana; Norman: carpe; Norwegian Bokmål: karpe, karpefisk; Nynorsk: karpe; Persian: کپور‎; Polish: karp; Portuguese: carpa; Romanian: crap; Russian: карп, сазан; Serbo-Croatian Cyrillic: шаран, крап; Roman: šaran, krap; Sichuan Yi: ꆹꒄꉛ; Slovak: kapor; Slovene: krap; Sorbian Lower Sorbian: karpa; Upper Sorbian: karp; Spanish: carpa; Swedish: karp; Tagalog: karpa; Tamil: கெண்டைமீன், சேல்; Thai: ไน; Turkish: sazan; Ukrainian: короп; Vietnamese: cá chép; Volapük: karip; Yiddish: קאַרפּ‎; Zazaki: sazan, kapır