μηνύτωρ: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και μηνύτορας, ο (Α [[μηνύτωρ]] και δωρ. τ. μανύτωρ)<br />αυτός που παρέχει πληροφορίες, [[αγγελιαφόρος]], [[πληροφοριοδότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μηνύτορας RNΑ»<br /><b>βιολ.</b> [[τύπος]] ριβοζονουκλεϊκού οξέος σημαντικού για την [[πρωτεϊνοσύνθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηνύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. <i>νική</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=και μηνύτορας, ο (Α [[μηνύτωρ]] και δωρ. τ. μανύτωρ)<br />αυτός που παρέχει πληροφορίες, [[αγγελιαφόρος]], [[πληροφοριοδότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μηνύτορας RNΑ»<br /><b>βιολ.</b> [[τύπος]] ριβοζονουκλεϊκού οξέος σημαντικού για την [[πρωτεϊνοσύνθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηνύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[νικήτωρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:57, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνύτωρ Medium diacritics: μηνύτωρ Low diacritics: μηνύτωρ Capitals: ΜΗΝΥΤΩΡ
Transliteration A: mēnýtōr Transliteration B: mēnytōr Transliteration C: minytor Beta Code: mhnu/twr

English (LSJ)

[ῡ], Dor. μᾱν-, ορος, ὁ, = μηνυτήρ, AP11.177 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 175] ορος, ὁ, poet. = μηνυτήρ, Philp. 39 (XI, 177), in dor. Form μανύτορα.

Russian (Dvoretsky)

μηνύτωρ: дор. μᾱνύτωρ, ορος (ῡ) ὁ Anth. = μηνυτής.

Greek (Liddell-Scott)

μηνύτωρ: [ῡ], -ορος, ὁ, = μηνυτήρ, Ἀνθ. Π. 11. 177.

Greek Monolingual

και μηνύτορας, ο (Α μηνύτωρ και δωρ. τ. μανύτωρ)
αυτός που παρέχει πληροφορίες, αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης
νεοελλ.
φρ. «μηνύτορας RNΑ»
βιολ. τύπος ριβοζονουκλεϊκού οξέος σημαντικού για την πρωτεϊνοσύνθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα -τωρ (πρβλ. νικήτωρ)].

Greek Monotonic

μηνύτωρ: [ῡ], -ορος, ὁ, = μηνυτήρ, σε Ανθ.

Middle Liddell

μηνύ¯τωρ, ορος, ὁ, = μηνυτήρ, Anth.] [from μηνύω