χωνευτήριο: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[χωνευτήριον]], ΝΜΑ, και χωνευτήρι Ν<br />μεταλλευτική [[χοάνη]] κατάλληλη για την [[τήξη]] και την [[αποκάθαρση]] μετάλλου, [[χυτήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικότερα) α) [[δοχείο]] από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια για την [[τήξη]] ή την [[πύρωση]] διαφόρων ουσιών<br />β) [[δοχείο]] από πυρίμαχο υλικό για την [[παρασκευή]] καθαρού χάλυβα<br />γ) το κατώτερο [[τμήμα]] υψικαμίνου όπου συλλέγεται το τηγμένο [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> [[οστεοφυλάκιο]] νεκροταφείου<br /><b>3.</b> [[δεξαμενή]] εκκλησίας όπου χύνεται το [[νερό]] της κολυμβήθρας<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[χώρος]], [[τόπος]] ή [[χώρα]] όπου ζουν και αφομοιώνονται άνθρωποι διαφορετικής εθνικής ή άλλης προέλευσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωνεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρι</i>(<i>ον</i>) ([[πρβλ]]. <i>παιδευ</i>-<i>τήριον</i>)].
|mltxt=το / [[χωνευτήριον]], ΝΜΑ, και χωνευτήρι Ν<br />μεταλλευτική [[χοάνη]] κατάλληλη για την [[τήξη]] και την [[αποκάθαρση]] μετάλλου, [[χυτήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικότερα) α) [[δοχείο]] από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια για την [[τήξη]] ή την [[πύρωση]] διαφόρων ουσιών<br />β) [[δοχείο]] από πυρίμαχο υλικό για την [[παρασκευή]] καθαρού χάλυβα<br />γ) το κατώτερο [[τμήμα]] υψικαμίνου όπου συλλέγεται το τηγμένο [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> [[οστεοφυλάκιο]] νεκροταφείου<br /><b>3.</b> [[δεξαμενή]] εκκλησίας όπου χύνεται το [[νερό]] της κολυμβήθρας<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[χώρος]], [[τόπος]] ή [[χώρα]] όπου ζουν και αφομοιώνονται άνθρωποι διαφορετικής εθνικής ή άλλης προέλευσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωνεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρι</i>(<i>ον</i>) ([[πρβλ]]. [[παιδευτήριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 13 May 2023

Greek Monolingual

το / χωνευτήριον, ΝΜΑ, και χωνευτήρι Ν
μεταλλευτική χοάνη κατάλληλη για την τήξη και την αποκάθαρση μετάλλου, χυτήριο
νεοελλ.
1. (ειδικότερα) α) δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια για την τήξη ή την πύρωση διαφόρων ουσιών
β) δοχείο από πυρίμαχο υλικό για την παρασκευή καθαρού χάλυβα
γ) το κατώτερο τμήμα υψικαμίνου όπου συλλέγεται το τηγμένο μέταλλο
2. οστεοφυλάκιο νεκροταφείου
3. δεξαμενή εκκλησίας όπου χύνεται το νερό της κολυμβήθρας
4. μτφ. χώρος, τόπος ή χώρα όπου ζουν και αφομοιώνονται άνθρωποι διαφορετικής εθνικής ή άλλης προέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωνεύω + επίθημα -τήρι(ον) (πρβλ. παιδευτήριον)].