κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyminopristokardamoglyfos
|Transliteration C=kyminopristokardamoglyfos
|Beta Code=kuminopristokardamoglu/fos
|Beta Code=kuminopristokardamoglu/fos
|Definition=[<b class="b3">γλῠ], ον</b>, [[cummin-splitting-cressscraper]], strengthenedfor foreg., <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1357</span>.
|Definition=ον, [[cummin-splitting-cressscraper]], strengthd. for [[κυμινοπρίστης]], Ar. ''V.'' 1357.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:21, 27 May 2023

English (LSJ)

ον, cummin-splitting-cressscraper, strengthd. for κυμινοπρίστης, Ar. V. 1357.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
scie-cumin-râpe-cresson, càd avare renforcé.
Étymologie: κυμινοπρίστης, κάρδαμος, γλύφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος -ον [κύμινον, πρίω, κάρδαμον, γλύφω] kom. die-komijn-nog-doorsnijdt-en-tuinkers-nog-uitholt (d.w.z. gierig).

German (Pape)

[ῑ], Ar. Vesp. 1357, κυμινοπρίστης noch gesteigert, der Kümmel und Kresse spaltet.

Russian (Dvoretsky)

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: (λῠ) ὁ разрезающий тмин и соскребывающий салат, т. е. сверхскряга Arph.

Greek Monolingual

κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, -ον (Α)
(κωμ. λ.) (για τσιγγούνη) αυτός που πριονίζει, που τεμαχίζει το κύμινο και γλύφει τα κάρδαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης + κάρδαμον + -γλύφος (< γλύφω)].

Greek Monotonic

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: [ῠ], -ου (γλύφω), αυτός που πριονίζει το κύμινο και ξύνει το κάρδαμο, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος: -ον, ὁ πριονίζων τὸ κύμινον καὶ ξύων τὸ κάρδαμον, ἐπιτεταμ. κωμικῶς ἀντὶ τοῦ κυμινοπρίστης, Ἀριστοφ. Σφ. 1357.

Middle Liddell

κῠ˘μῑνο-πριστο-καρδᾰμο-γλύφος, ον γλύφω
a cummin-splitting-cress-scraper, Ar.