ἀνείδεος: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aneideos | |Transliteration C=aneideos | ||
|Beta Code=a)nei/deos | |Beta Code=a)nei/deos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνείδεον, ([[εἶδος]]) [[formless]], ὕλη ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''1.2.3, cf. Ph.1.417, al., Plot.1.8.3, al., Ael.''NA''2.56; [[ὕλη]] [[without specific difference]], Dam.''Pr.'' 425; of persons, μικρά τις καὶ ἀνείδεος Aen.Gaz. ''Thphr.''p.62B. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνείδεον, (εἶδος) formless, ὕλη Placit.1.2.3, cf. Ph.1.417, al., Plot.1.8.3, al., Ael.NA2.56; ὕλη without specific difference, Dam.Pr. 425; of persons, μικρά τις καὶ ἀνείδεος Aen.Gaz. Thphr.p.62B.
Spanish (DGE)
-ον
I 1fil. informe ὕλη Placit.1.2.2, 1.9.4, Sallust.17.6, ἄποιος καὶ ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος οὐσία Ph.1.547, cf. Dam.Pr.425, ἀ. καὶ ἄπλαστος φύσις Ph.1.528
•subst. del mal respecto al bien οἷον ... ἀνείδεον πρὸς εἰδοποιητικόν como (es) lo informe a la causa formal Plot.1.8.3, cf. Iambl.Myst.1.5
•teol. del Padre, Gr.Nyss.Eun.2.210, del Hijo, Basil.M.29.561C.
2 sin forma ἧπαρ μυῶν Ael.NA 2.56, ἡ μικρά τις καὶ ἀνείδεος ὑγρότης Aen.Gaz.Thphr.p.56
•subst. ἀνείδεον Sch.Ar.Ra.1497.
II adv. ἀνειδέως teol. sin forma del Espíritu Santo, Didym.Trin.2.4.8.
German (Pape)
[Seite 220] gestaltlos, roh, ὕλη ἄμορφος καὶ ἀν. Plut. plac. phil. 1, 9, vgl. ἀνίδεος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans forme.
Étymologie: ἀ, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνείδεος: бесформенный (ὕλη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείδεος: -ον, (εἶδος) ὁ μὴ ἔχων εἶδος, δηλ. μορφήν, ἄμορφοι, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 310, Πλούτ. 2. 882C, Αἰλ. π. Ζ. 2. 56: - ὡσαύτως ἀνειδής, ἑς, Φίλων 1. 598.
Greek Monolingual
ἀνείδεος, -ον (Α)
στερούμενος μορφής, άμορφος, ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + είδος «μορφή, σχήμα»].