σκολύπτω: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skolypto | |Transliteration C=skolypto | ||
|Beta Code=skolu/ptw | |Beta Code=skolu/ptw | ||
|Definition== [[κολούω]], [[κολοβόω]], [[ἐκτίλλω]], Hsch. | |Definition== [[κολούω]], [[κολοβόω]], [[ἐκτίλλω]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] σκολύφρα· <b class="b3">σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής</b>, Id.; cf. [[σκολύβρα]]. σκομβρίζω, A = γογγύζω, Id., Phot.; also, = ῥαθαπυγίζω, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
= κολούω, κολοβόω, ἐκτίλλω, Hsch. σκολύφρα· σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής, Id.; cf. σκολύβρα. σκομβρίζω, A = γογγύζω, Id., Phot.; also, = ῥαθαπυγίζω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 902] stutzen, verstümmeln, beschneiden, κολούω, ἐκτίλλω, σπαράττω, VLL.; im obscönen Sinne, das männliche Glied von der Vorhaut entblößen, s. ἀποσκολύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
σκολύπτω: κολούω, κολοβόω, «ἐκτίλλω, κολούω» καὶ «σκολύψαι· κολοῦσαι. κολοβῶσαι» Ἡσύχ.· πρβλ. ἀποσκ-.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «κολούω, κολοβῶ, ἐκτίλλω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος με επίθημα -jω από την ίδια ρίζα με το ρ. σκάλλω «σκαλίζω, γλύφω» (βλ. και λ. σκόλοπας). Το ρ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκόλλυς και σκόλυθρον, ενώ δεν φαίνεται πιθανή η σύνδεση του με τον τ. «σκολύφρα
σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής»].