εὐάνιος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evanios | |Transliteration C=evanios | ||
|Beta Code=eu)a/nios | |Beta Code=eu)a/nios | ||
|Definition=[ᾰ], ον, (ἀνία) [[taking trouble easily]], Hsch. (also glossed by πειθήνιος, i.e. | |Definition=[ᾰ], ον, ([[ἀνία]]) [[taking trouble easily]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (also glossed by πειθήνιος, i.e. εὐάνιος [ᾱ], Dor. for [[εὐήνιος]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἀνία) taking trouble easily, Hsch. (also glossed by πειθήνιος, i.e. εὐάνιος [ᾱ], Dor. for εὐήνιος).
German (Pape)
[Seite 1056] leicht Schmerz (ἀνία) ertragend, geduldig, Hesych. ἐπὶ μηδενὶ ἀνιώμενος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάνιος: -ον, (ἀνία) ὁ εὐκόλως ἀνιώμενος, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος. πρᾷος», μεθ’ ὃ προστίθησι «πειθήνιος» συγχέων οὕτω τὸ εὐᾰνιος πρὸς τὸ εὐᾱνιος (Δωρ. ἀντὶ εὐήνιος).
Greek Monolingual
εὐάνιος, -ον (Α)
1. αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται
2. κατά τον Ησύχ. όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, πειθήνιος» — είναι προφανές ότι συγχέει το ευάνιος με το ευάνιος (δωρ. τ. αντί ευήνιος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άνιος (< ανία), πρβλ. δυσάνιος].