ἀνθήλιος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthilios | |Transliteration C=anthilios | ||
|Beta Code=a)nqh/lios | |Beta Code=a)nqh/lios | ||
|Definition= | |Definition=ἀνθήλιον, = [[ἀντήλιος]], [[quod vide|q.v.]] ([[opposite the sun]], i.e. [[looking east]]). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνθήλιον, = ἀντήλιος, q.v. (opposite the sun, i.e. looking east).
Spanish (DGE)
ἀντήλιος, ἀντήλιον
• Alolema(s): ἀνθήλιος Theopomp.Hist.400, Ph.1.656, Plu.2.894f, AB 403, Poll.10.54, Zonar.111.31c, Sud.
I 1puesto al sol, soleado de estatuas de dioses δαίμονες A.A.519, θεοί E.Fr.538
•que refleja los rayos del sol ὄρος Plu.2.248c, νεφέλη ἡ πυρρὰ ἡ φοινικίζουσα Zonar.l.c., ἡ σελήνη AB l.c.
2 vuelto hacia el este, oriental ἀγκῶνες S.Ai.805, de Atenea ante el templo de Delfos πρόσωπον E.Io 1550.
3 que es reflejo del sol αὐγή Ph.l.c.
II subst.
1 ὁ ἀντήλιος = parhelio Men.Fr.444, Plu.2.894f, tb. τὰ ἀντήλια Sud.
2 ὁ ἀντήλιος fig. imitación, reflexión Theopomp.Hist.l.c.
3 τὰ ἀντήλια = anteojeras de los caballos, Poll.l.c., Eust.1562.39.
4 τὰ ἀντήλια = parasol Eust.1281.3.
German (Pape)
[Seite 232] s. in der ion. Form ἀντήλιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
réc. c. ἀντήλιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθήλιος: ион. ἀντήλιος 2
1 находящийся против (восходящего) солнца, обращенный к востоку, восточный (ἀγκῶνες Soph.; ὄρος Plut.);
2 выставляемый на солнце, т. е. воздвигаемый перед воротами дома (δαίμονες Aesch.);
3 подобный солнцу, сияющий как солнце (πρόσωπον Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθήλιος: -ον, μεταγενέστερος τύπος ἀντὶ ἀντήλιος.
Greek Monolingual
ο και ανθήλιο, το (Α ἀνθήλιος, -ον)
νεοελλ.
Ι. το ουδ. ως ουσ.
1. Ζωολ. ονομ. γένους των Μαλακίων
2. η ομπρέλα για τον ήλιο
II. το αρσ. ως ουσ. (Μετεωρ.) συγκεχυμένο είδωλο του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο σημείο του ουρανού
αρχ.
1. αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)
2. εκείνος που με τη σκιά του προστατεύει απ' τον ήλιο
3. αυτός που μοιάζει σαν ήλιος.