λυγοπλόκος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lygoplokos | |Transliteration C=lygoplokos | ||
|Beta Code=lugoplo/kos | |Beta Code=lugoplo/kos | ||
|Definition= | |Definition=λυγοπλόκον, [[viminarius]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:44, 25 August 2023
English (LSJ)
λυγοπλόκον, viminarius, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
λῠγοπλόκος: -ον, = λυγιστής, Γλωσσ.
Greek Monolingual
λυγοπλόκος, -ον (Α)
λυγιστής, κατασκευαστής καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. λογοπλόκος, μυθοπλόκος.
German (Pape)
Weidenzweige flechtend.