φιλόλυπος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filolypos | |Transliteration C=filolypos | ||
|Beta Code=filo/lupos | |Beta Code=filo/lupos | ||
|Definition= | |Definition=φιλόλυπον, [[fond of pain]], Plu.2.600c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:46, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλόλυπον, fond of pain, Plu.2.600c.
German (Pape)
[Seite 1282] die Trauer liebend, gern trauernd, Plut. de exil. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la tristesse.
Étymologie: φίλος, λύπη.
Russian (Dvoretsky)
φιλόλῡπος: склонный к печали Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόλῡπος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ λυπῆται, Πλούτ. 2. 600C· τὸ φιλόλυπον καὶ φιλόθρηνον ὡς ἀγενὲς παραιτούμενοι Βασίλ. τ. 1, σ. 361Α, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που καταλαμβάνεται συχνά από το αίσθημα της λύπης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόλυπον
τάση για λύπη, μελαγχολική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -λυπος (< λύπη), πρβλ. παυσίλυπος].