περιστερός: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιστερός -οῦ, ὁ mannetjesduif, doffer.
|elnltext=περιστερός -οῦ, ὁ mannetjesduif, doffer.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=ὁ orn. [[palomo]] ἐπιθύσας χῆνα ἄσπιλον καὶ ἀλέκτρύονας γʹ καὶ περιστεροὺς γʹ <b class="b3">quema un ganso sin mancha, tres gallos y tres palomos</b> P XII 213  
|esmgtx=ὁ orn. [[palomo]] ἐπιθύσας χῆνα ἄσπιλον καὶ ἀλέκτρύονας γʹ καὶ περιστεροὺς γʹ <b class="b3">quema un ganso sin mancha, tres gallos y tres palomos</b> P XII 213  
}}
}}

Latest revision as of 09:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστερός Medium diacritics: περιστερός Low diacritics: περιστερός Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: peristerós Transliteration B: peristeros Transliteration C: peristeros Beta Code: peristero/s

English (LSJ)

ὁ, v. περιστερά.

German (Pape)

[Seite 594] ὁ, masc. von περιστερά, Täuber, Täuberich, Pherecrat. u. Alexis bei Ath. IX, 395 a; von Luc. Soloec. 7 getadelt.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pigeon mâle, oiseau.
Étymologie: DELG par dissimil. de πελειάς, et suff. différentiel -τερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιστερός -οῦ, ὁ mannetjesduif, doffer.

Russian (Dvoretsky)

περιστερός: ὁ голубь-самец Luc.

Greek (Liddell-Scott)

περιστερός: ὁ, ἴδε ἐν λ. περιστερά.

Spanish

palomo

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και περίστερος Ν
αρσενικό περιστέρι, ο γούτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. περιστερός < περιστερά με αλλαγή γένους. Ο νεοελλ. τ. περίστερος < περιστέρι + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. μούλαρος)].

Léxico de magia

ὁ orn. palomo ἐπιθύσας χῆνα ἄσπιλον καὶ ἀλέκτρύονας γʹ καὶ περιστεροὺς γʹ quema un ganso sin mancha, tres gallos y tres palomos P XII 213