θηριόω: Difference between revisions
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thirioo | |Transliteration C=thirioo | ||
|Beta Code=qhrio/w | |Beta Code=qhrio/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[make into a wild beast]], τοὺς πρὸς αὐτὴν ἀφικνουμένους ἡ Κίρκη θηριοῖ Phld.''Piet.''144:—Pass., ''IG''14.1291.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[come to the full size of a beast]], πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Eub.107.14.<br><span class="bld">2</span> [[become brutal]], θηριούμενος Pl.''Lg.''935a; πρός τινας Phld.''Lib.''p.25O.; πρὸς ἀγριότητα Ph.2.53.<br><span class="bld">3</span> of seeds, to [[be infested with worms]], [[Theophrastus]] ''CP''5.18.1.<br><span class="bld">b</span> of places, to [[be infested with reptiles]], Paul.Aeg. 5.1.<br><span class="bld">4</span> Medic., [[become malignant]], ἕλκη ἐᾶσαι θηριωθῆναι [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''19.3; τεθηριωμένον ἕλκος Dsc.3.9. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
A make into a wild beast, τοὺς πρὸς αὐτὴν ἀφικνουμένους ἡ Κίρκη θηριοῖ Phld.Piet.144:—Pass., IG14.1291.
II Pass., come to the full size of a beast, πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Eub.107.14.
2 become brutal, θηριούμενος Pl.Lg.935a; πρός τινας Phld.Lib.p.25O.; πρὸς ἀγριότητα Ph.2.53.
3 of seeds, to be infested with worms, Theophrastus CP5.18.1.
b of places, to be infested with reptiles, Paul.Aeg. 5.1.
4 Medic., become malignant, ἕλκη ἐᾶσαι θηριωθῆναι Thphr. Char.19.3; τεθηριωμένον ἕλκος Dsc.3.9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. changer en bête sauvage;
II. Pass. 1 devenir une bête sauvage;
2 devenir brutal, irascible;
3 être infesté de vers;
4 en parl. d'un ulcère devenir malin, s'ulcérer.
Étymologie: θηρίον.
Greek (Liddell-Scott)
θηριόω: μεταβάλλω εἰς ἄγριον θηρίον, Γρηγ. Ναζ. - Παθ., ἐπὶ τῶν ἑταίρων τοῦ Ὀδυσσέως, Συλλ. Ἐπιγρ. 6130. ΙΙ. Παθ., αὐξάνομαι εἰς πλῆρες καὶ τέλειον θηρίον, πρὶν θηριοῦσθαι τὸν γόνον Εὔβουλ. Σφιγγ. 1. 14. 2) γίνομαι θηριώδης, ἄγριος, θηριούμενος Πλάτ. Νόμ. 935Α. 3) ἐπὶ σπερμάτων, συνώνυμον τῷ ζωοῦσθαι, εἶμαι πλήρης σκωλήκων, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 18, 1. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, τεθηριωμένον ἕλκος = θηρίωμα, Διοσκ. 3. 11.
Greek Monotonic
θηριόω: (θήριον), μέλ. -ώσω, μετατρέπω σε άγριο θηρίο.