ἀντιπαρατάσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antiparatassomai
|Transliteration C=antiparatassomai
|Beta Code=a)ntiparata/ssomai
|Beta Code=a)ntiparata/ssomai
|Definition=Att. ἀντιπαρατάττομαι, Med. and Pass., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stand in array against]], ἀλλήλοις <span class="bibl">Th.6.98</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.3.5</span>; ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν <span class="bibl">Aeschin.3.257</span>: metaph., [[hold one's ground against]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>138</span>: abs., [[stand in hostile array]], <span class="bibl">Th.1.63</span>; [[ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος]] = [[in hostile array]], <span class="bibl">Id.5.9</span>; in a Com. metaph., ἡ δημιουργὸς ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι' ὀπτᾷ <span class="bibl">Men.518.12</span>; [[λίαν ἀντιπαρατεταγμένοι]], of a [[hostile]] [[audience]], Corn.<span class="title">Rh.</span>p.360H.: c. acc., ἀντιπαρετάξαντο φάλαγγα <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.8.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., = Med., is dub. l. in <span class="bibl">Plb.9.26.4</span>.</span>
|Definition=Att. [[ἀντιπαρατάττομαι]], Med. and Pass.,<br><span class="bld">A</span> [[stand in array against]], ἀλλήλοις Th.6.98, cf. X.''HG''1.3.5; ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν Aeschin.3.257: metaph., [[hold one's ground against]], Epicur.''Fr.''138: abs., [[stand in hostile array]], Th.1.63; [[ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος]] = [[in hostile array]], Id.5.9; in a Com. metaph., ἡ δημιουργὸς ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι' ὀπτᾷ Men.518.12; [[λίαν ἀντιπαρατεταγμένοι]], of a [[hostile]] [[audience]], Corn.''Rh.''p.360H.: c. acc., ἀντιπαρετάξαντο φάλαγγα X.''An.''4.8.9.<br><span class="bld">II</span> Act., = Med., is dub. l. in Plb.9.26.4.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαρατάσσομαι Medium diacritics: ἀντιπαρατάσσομαι Low diacritics: αντιπαρατάσσομαι Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΑΤΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: antiparatássomai Transliteration B: antiparatassomai Transliteration C: antiparatassomai Beta Code: a)ntiparata/ssomai

English (LSJ)

Att. ἀντιπαρατάττομαι, Med. and Pass.,
A stand in array against, ἀλλήλοις Th.6.98, cf. X.HG1.3.5; ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν Aeschin.3.257: metaph., hold one's ground against, Epicur.Fr.138: abs., stand in hostile array, Th.1.63; ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος = in hostile array, Id.5.9; in a Com. metaph., ἡ δημιουργὸς ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι' ὀπτᾷ Men.518.12; λίαν ἀντιπαρατεταγμένοι, of a hostile audience, Corn.Rh.p.360H.: c. acc., ἀντιπαρετάξαντο φάλαγγα X.An.4.8.9.
II Act., = Med., is dub. l. in Plb.9.26.4.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττομαι; tard. -σσω LXX 1Es.2.21, A.Mart.5.1.6, PSI 1265.8 (V d.C.)
1 milit. disponerse en orden de batalla para hacer frente c. dat. ἀλλήλοις Th.6.98, αὐτῷ X.HG 1.3.5, παμπληθέσι τῶν ἱππέων τάξεσιν X.Ages.1.30, τῇ προσβολῇ τῶν μηχανημάτων Plb.21.27.1, σφῖσιν D.C.Epit.8.19.1
abs. Th.1.48, 1.63, X.HG 4.3.12, 7.4.24, D.C.40.28, 41.59.2, ἀπὸ τοῦ ... ἀντιπαραχθέντος en orden de combate frente a los enemigos Th.5.9, tb. no milit., de un coro, Phld.Mus.1.35.37
alinear c. ac. οἱ Ἕλληνες ἀντιπαρετάξαντο φάλαγγα X.An.4.8.9.
2 fig. hacer frente, enfrentarse, oponerse c. dat. ἀντιπαρετάττετο δὲ πᾶσι τούτοις τὸ κατὰ ψυχὴν χαῖρον a todos éstos (dolores) se oponía la alegría del alma Epicur.Fr.[52] 4, c. πρός y ac. πρὸς τὴν τούτων ἀσελγείαν Aeschin.3.257, abs. Men.Fr.451.12, λίαν ἀντιπαρατεταγμένοι de un auditorio hostil, Corn.Rh.p.360, de un amante que se resiste a Eros, Ach.Tat.2.5.2
en v. act. mismo sent. (πόλις) βασιλεῦσιν ἀντιπαρατάσσουσα LXX l.c., cf. A.Mart.5.1.20, PSI l.c.
disponer en contra c. ac. ἀντιπαρέτασσε δὲ στύλους ἑδραίους A.Mart.5.1.6.

French (Bailly abrégé)

s.e. ἑαυτόν;
se ranger en bataille en face de (l'ennemi).
Étymologie: ἀντί, παρατάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρατάσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, μέσ. καὶ παθ. παρατάσσομαι ἐναντίον τινός, τινὶ Θουκ. 6. 98· ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν Αἰσχίν. 90. 16: - ἀπολ., καὶ οἱ Μακεδόνες ἱππῆς ἀντιπαρετάξαντο ὡς κωλύσοντες Θουκ. 1. 63, ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος (ἐνν. στρατοπέδου) ὁ αὐτ. 5. 9· ἐν κωμ. μεταφορᾷ, ἡ δημιουργὸς ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι’ ὀπτᾷ Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 12. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. μετὰ μέσ. σημασ. ἐν Πολυβ. 9. 26, 4.

Greek Monotonic

ἀντιπαρατάσσομαι: Αττ. -ττομαι, μέλ. -άξομαι — Μέσ. και Παθ., στέκομαι σε παράταξη εναντίον, τινι, σε Θουκ.· πρός τι, σε Αισχίν.· απόλ., στέκομαι σε εχθρική παράταξη, σε Θουκ.· ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος, σε εχθρική παράταξη, στον ίδ.

Middle Liddell


Mid. and Pass. to stand in array against, τινι Thuc.; πρός τι Aeschin.:—absol. to stand in hostile array, Thuc.; ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος in hostile array, Thuc.