κατασταλτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katastaltikos
|Transliteration C=katastaltikos
|Beta Code=katastaltiko/s
|Beta Code=katastaltiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fitted for checking]], opp. [[ἐγερτικός]], c. gen., <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>6.19</span>; ὑπερσαρκωμάτων Dsc.2.4, cf. Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.23.2</span>; κ. φάρμακα Gal.14.763. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[sedate]], τὸ θηλύτερον -σταλτικώτερον <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>172</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> -[[κή]], ἡ, [[the plant]] [[βατράχιον]], Apul.<span class="title">Herb.</span>8.</span>
|Definition=κατασταλτική, κατασταλτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fitted for checking]], opp. [[ἐγερτικός]], c. gen., S.E.''M.''6.19; ὑπερσαρκωμάτων Dsc.2.4, cf. Antyll. ap. Orib.6.23.2; κ. φάρμακα Gal.14.763.<br><span class="bld">II</span> [[sedate]], τὸ θηλύτερον -σταλτικώτερον Ptol. ''Tetr.''172.<br><span class="bld">III</span> -[[κή]], ἡ, [[the plant]] [[βατράχιον]], Apul.''Herb.''8.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασταλτικός Medium diacritics: κατασταλτικός Low diacritics: κατασταλτικός Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katastaltikós Transliteration B: katastaltikos Transliteration C: katastaltikos Beta Code: katastaltiko/s

English (LSJ)

κατασταλτική, κατασταλτικόν,
A fitted for checking, opp. ἐγερτικός, c. gen., S.E.M.6.19; ὑπερσαρκωμάτων Dsc.2.4, cf. Antyll. ap. Orib.6.23.2; κ. φάρμακα Gal.14.763.
II sedate, τὸ θηλύτερον -σταλτικώτερον Ptol. Tetr.172.
III -κή, ἡ, the plant βατράχιον, Apul.Herb.8.

German (Pape)

ή, όν, geeignet zurückzuhalten, zu hemmen, hemmend, φάρμακα, Medic., wie μέλη κ. den διεγερτικὰ τῆς ψυχῆς entggstzt sind, S.Emp. adv.mus. 19.

Russian (Dvoretsky)

κατασταλτικός: успокаивающий, успокоительный (τὰ μέλη κατασταλτικὰ τῆς ψυχῆς Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

κατασταλτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς καταστολήν, περιορισμὸν ἢ ἀναχαίτισιν, ἀντίθετον τῷ ἐγερτικός, μετὰ γεν., μέλη κατ. ἢ ἐγερτικὰ τῆς ψυχῆς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 19· κ. φάρμακα, ἅπερ καὶ ἀνασταλκτικὰ καὶ σταλτικὰ λέγονται Γαλην., Φώτ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κατασταλτικός, -ή, -όν) καταστέλλω
αυτός που έχει τη δύναμη, την ικανότητα ή την εξουσία να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά μέτρα» β. «κατασταλτική πολιτική» γ. «κατασταλτικός νόμος»)
νεοελλ.
κατευναστικός, καταπραϋντικός
αρχ.
ήσυχος, ατάραχος.
επίρρ...
κατασταλτικά και -ώς
με κατασταλτικό τρόπο.