λόφουρος: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lofouros | |Transliteration C=lofouros | ||
|Beta Code=lo/fouros | |Beta Code=lo/fouros | ||
|Definition=( λοφοῦρος | |Definition=([[λοφοῦρος]] Arist.''HA''501a6 Bekker), ον, in neut. pl., [[pack-animals]], as horse, ass, mule, Arist.''HA''491a1, ''GA''755b18, ''IG'' 12(1).677.23 (Rhodes, iv/iii B.C.); also called [[ὑποζύγια]], Arist.''Pr.'' 895b12 (cf. 15); τὰ ζυγὰ τῶν λ. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.7.6; opp. <b class="b3">τὰ μηρυκάζοντα</b>, ib.3.10.2, cf. 2.7.4. Arist.''Pr.''l.c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
(λοφοῦρος Arist.HA501a6 Bekker), ον, in neut. pl., pack-animals, as horse, ass, mule, Arist.HA491a1, GA755b18, IG 12(1).677.23 (Rhodes, iv/iii B.C.); also called ὑποζύγια, Arist.Pr. 895b12 (cf. 15); τὰ ζυγὰ τῶν λ. Thphr. HP 5.7.6; opp. τὰ μηρυκάζοντα, ib.3.10.2, cf. 2.7.4. Arist.Pr.l.c.
German (Pape)
[Seite 65] mit langhaarigem Schwanze, od. Thiere, die am Halse u. am Schwanze lange, steife Haare haben, wie die Pferde u. Esel, Arist. Physiogn. 4 κύνες, ὄνοι, σύες; vgl. H. A. 1, 6 gen. an. 3, 5.
Russian (Dvoretsky)
λόφουρος: с пушистым хвостом (ἵππος, κύνες, ὄνος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λόφουρος: -ον, (οὐρὰ) ὁ ἔχων λοφωτήν, δασείαν οὐράν· λόφουρα καλοῦντα τὰ ζῷα τὰ ἔχοντα δασεῖαν, «φουντωτὴν» οὐράν, οἷον ὁ ἵππος, ὁ ὄνος, ὁ ἡμίονος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 7, π. Ζ. Γενέσεως 3. 5, 4, κ. ἀλλ. 2) λόφουρον φαίνεται ὅτι σημαίνει ἁπλῶς φορτηγὸν ζῷον ἔν τινι ἐπιγραφῇ Ρόδ. ἐν Trans. Of Roy. Soc. Of Lit. xi. σ. 3, 9 (νέα σειρά).
Greek Monolingual
λόφουρος και λοφοῦρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φουντωτή ουρά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόφουρα
α) τα ζώα που έχουν πυκνή χαίτη και φουντωτή ουρά, όπως ο ίππος, ο όνος και ο ημίονος
β) τα υποζύγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. ίππουρος].