προαποστέλλω: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proapostello | |Transliteration C=proapostello | ||
|Beta Code=proaposte/llw | |Beta Code=proaposte/llw | ||
|Definition=[[send away]], [[dispatch beforehand]] or [[in advance]], | |Definition=[[send away]], [[dispatch beforehand]] or [[in advance]], Th.4.77, J.''BJ''1.17.2, Plu.''Arat.''6:—Pass., to [[be sent in advance]], Th.3.112: aor. part. προαποσταλέντες ''PEleph.''28.6 (iii B.C.), Plb.3.45.1: plpf. προαπέσταλτο App.''BC''4.20: also c. gen., <b class="b3">προαποσταλῆναι τῆς ἀποστάσεως</b>, = [[ἀποσταλῆναι πρὸ τῆς ἀ]]., Th.3.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προ- | |elnltext=προ-αποστέλλω vooruitzenden; met gen. wegzenden voor:. οἳ προαπεστάλησαν... τῆς ἀποστάσεως, die voor de opstand waren weggezonden Thuc. 3.5.4. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
send away, dispatch beforehand or in advance, Th.4.77, J.BJ1.17.2, Plu.Arat.6:—Pass., to be sent in advance, Th.3.112: aor. part. προαποσταλέντες PEleph.28.6 (iii B.C.), Plb.3.45.1: plpf. προαπέσταλτο App.BC4.20: also c. gen., προαποσταλῆναι τῆς ἀποστάσεως, = ἀποσταλῆναι πρὸ τῆς ἀ., Th.3.5.
German (Pape)
[Seite 708] vorher wegschicken; προαποσταλείς Thuc. 3, 112, u. öfter; κήρυκα, Dem. 19, 163; οἱ προαποσταλέντες ἐπὶ τὴν κατασκοπήν, Pol. 3, 45, 1.
French (Bailly abrégé)
faire partir auparavant ; Pass. être envoyé d'avance ou avant, gén..
Étymologie: πρό, ἀποστέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αποστέλλω vooruitzenden; met gen. wegzenden voor:. οἳ προαπεστάλησαν... τῆς ἀποστάσεως, die voor de opstand waren weggezonden Thuc. 3.5.4.
Russian (Dvoretsky)
προαποστέλλω: высылать (за)ранее или вперед (κήρυκα Dem.): προαποσταλῆναί τινος Thuc. быть высланным ранее чего-л.; ὁ προαποσταλεὶς ἐπὶ τὴν κατασκοπήν Polyb. высланный на разведку.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
στέλνω κάποιον ή κάτι πριν από τη δική μου μετάβαση ή πριν από κάποιο γεγονός.
Greek Monotonic
προαποστέλλω: μέλ. -στελῶ, στέλνω μακριά, αποστέλλω από πριν ή εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., αποστέλλομαι εκ των προτέρων, στον ίδ.· αλλά, προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι πρό τινος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προαποστέλλω: μέλλ. -στελῶ, ἀποστέλλω πρότερον ἢ προηγουμένως, ἐκ τῶν προτέρων, Θουκ. 4. 77. ― Παθ., ἀποστέλλομαι ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. 3. 112· ἀλλά, προαποσταλῆναί τινος, = ἀποσταλῆναι πρὸ τινος, αὐτόθι 5.
Middle Liddell
fut. -στελῶ
to send away, dispatch beforehand, or in advance, Thuc.:—Pass. to be sent in advance, Thuc.; but, προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι πρό τινος, Thuc.