καθεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathektikos
|Transliteration C=kathektikos
|Beta Code=kaqektiko/s
|Beta Code=kaqektiko/s
|Definition=ή, όν, [[capable of holding]] or [[retaining]], ἡ μνήμη ἕξις κ. ὑπολήψεως <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>125b18</span>; κ. δύναμις Gal.1.654, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.60</span>; τὸ κ. καὶ ἰξῶδες <span class="bibl">Artem.2.14</span>: c. gen., <b class="b3">κ. τοῦ πνεύματος</b>, opp. [[προετικός]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>963a21</span> (Comp.). Adv. -κῶς, ἔχειν τῶν μαθημάτων Marin.<span class="title">Procl.</span>5.
|Definition=καθεκτική, καθεκτικόν, [[capable of holding]] or [[retaining]], ἡ μνήμη ἕξις κ. ὑπολήψεως Arist.''Top.''125b18; κ. δύναμις Gal.1.654, Alex.Aphr.''Pr.''2.60; τὸ κ. καὶ ἰξῶδες Artem.2.14: c. gen., <b class="b3">κ. τοῦ πνεύματος</b>, opp. [[προετικός]], Arist.''Pr.''963a21 (Comp.). Adv. [[καθεκτικῶς]], ἔχειν τῶν μαθημάτων Marin.''Procl.''5.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθεκτικός Medium diacritics: καθεκτικός Low diacritics: καθεκτικός Capitals: ΚΑΘΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kathektikós Transliteration B: kathektikos Transliteration C: kathektikos Beta Code: kaqektiko/s

English (LSJ)

καθεκτική, καθεκτικόν, capable of holding or retaining, ἡ μνήμη ἕξις κ. ὑπολήψεως Arist.Top.125b18; κ. δύναμις Gal.1.654, Alex.Aphr.Pr.2.60; τὸ κ. καὶ ἰξῶδες Artem.2.14: c. gen., κ. τοῦ πνεύματος, opp. προετικός, Arist.Pr.963a21 (Comp.). Adv. καθεκτικῶς, ἔχειν τῶν μαθημάτων Marin.Procl.5.

German (Pape)

[Seite 1283] ή, όν, an-, fest-, zurückhaltend; κοτυληδόνας καθεκτικὰς ὧν λαμβάνουσι Arist. H. A. 10, 3; Sp., καὶ ἰξῶδες Artemid. 2, 14.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθεκτικός: обладающий способностью удерживания или задержки (τοῦ πνεύματος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

καθεκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ νὰ κρατῇ ἢ κατέχῃ τι, ἡ μνήμη ἕξις καθ. ὑπολήψεως Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 1, πρβλ. π. τὰ Ἱστ. 10. 3, 3. 2) ἱκανὸς νὰ κρατῇ ἐντός, τοῦ πνεύματος ἀντίθετον τῷ προετικός, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 33. 15, 4· καθεκτικός, ἔχων τὴν δύναμιν νὰ συγκρατῇ, συνεκτικός, Ἀλέξ. Ἀφρ. ἐν Προβλ. 2. 60.

Greek Monolingual

καθεκτικός, -ή, -όν (Α) καθέκτης
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δυνατότητα να κατέχει, να κρατεί, να συγκρατεί κάτι, συνεκτικός («ἡ μνήμη ἕξις καθεκτικὴ ὑπολήψεως», Αριστοτ.).
επίρρ...
καθεκτικῶς (Α)
με καθεκτικό τρόπο (φρ. «καθεκτικῶς ἔχω» — κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ στη μνήμη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθ-εκτός, ρηματ. επίθ., πρβλ. αν-εκτ-ικός (< αν-εκτός), προσ-εκτ-ικός (< αμάρτυρο προσ-εκτός)].