συγκατάκειμαι: Difference between revisions
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkatakeimai | |Transliteration C=sygkatakeimai | ||
|Beta Code=sugkata/keimai | |Beta Code=sugkata/keimai | ||
|Definition=Pass., < | |Definition=Pass.,<br><span class="bld">A</span> [[lie with]], of sexual intercourse, ἀνδράσι Ar.''Ec.''614 (anap.): abs., [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 191e, ''Phdr.''255e.<br><span class="bld">2</span> [[recline with at meals]], [[δεσπότῃ]], of a dog, Gal.18(1).291: abs., <b class="b3">οἱ συγκατακείμενοι</b> [[the guests]], Plu. 2.660a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συγ- | |elnltext=συγ-κατάκειμαι, samen (met...) (gaan) liggen, naar bed gaan (met...), seks.; met dat. met iem.. Aristoph. Eccl. 614. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass.,
A lie with, of sexual intercourse, ἀνδράσι Ar.Ec.614 (anap.): abs., Pl.Smp. 191e, Phdr.255e.
2 recline with at meals, δεσπότῃ, of a dog, Gal.18(1).291: abs., οἱ συγκατακείμενοι the guests, Plu. 2.660a.
German (Pape)
[Seite 965] (s. κεῖμαι), zugleich mit Einem od. zusammenliegen, Ar. Eccl. 614; ὅταν συγκατακέωνται, Plat. Phaedr. 256 a, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
être couché avec qqn sur un lit de table : οἱ συγκατακείμενοι PLUT les convives.
Étymologie: σύν, κατάκειμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατάκειμαι, samen (met...) (gaan) liggen, naar bed gaan (met...), seks.; met dat. met iem.. Aristoph. Eccl. 614.
Russian (Dvoretsky)
συγκατάκειμαι: (воз)лежать вместе или рядом Arph., Plat.: οἱ συγκατακείμενοι Plut. возлежащие рядом за столом, соседи-сотрапезники.
Greek Monolingual
ΜΑ
κοιμάμαι μαζί με κάποιον και έρχομαι σε σαρκική μίξη
αρχ.
1. παρακάθημαι σε δείπνο
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) οἱ συγκατακείμενοι
οι συνδαιτυμόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος, παρακάθημαι σε συμπόσιο»].
Greek Monotonic
συγκατάκειμαι: Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, είμαι ξαπλωμένος μαζί με, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατάκειμαι: παθητ., συγκοιμῶμαι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἀνδράσι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 614· ἀπολ., Πλάτ. Συμπ. 191Ε. Φαῖδρ. 255Ε. 2) ἀνάκειμαι ὁμοῦ ἐν δείπνῳ, οἱ συγκατακείμενοι, οἱ συνδαιτυμόνες, Πλούτ. 2. 660Α.
Middle Liddell
Pass. to lie with or together, Plat.