χειρογραφία: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
m (Text replacement - "a" to "a") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirografia | |Transliteration C=cheirografia | ||
|Beta Code=xeirografi/a | |Beta Code=xeirografi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[report in writing]], PTeb.64 (a).54 (ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[declaration]] attested by oath, [[written testimony]], <b class="b3">χ. ὅρκου βασιλικοῦ</b> ib.27.32 (ii B.C.); κατὰ νόμους χειρογραφίας ''PRev.Laws'' 37.13 (iii B.C.); παραβεβηκότος τὰ τῆς χ. ''PAmh.''2.35.31 (ii B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A report in writing, PTeb.64 (a).54 (ii B.C.).
2 declaration attested by oath, written testimony, χ. ὅρκου βασιλικοῦ ib.27.32 (ii B.C.); κατὰ νόμους χειρογραφίας PRev.Laws 37.13 (iii B.C.); παραβεβηκότος τὰ τῆς χ. PAmh.2.35.31 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
χειρογραφία: ἡ, ἡ διὰ χειρὸς γραφή, Ἰω. Σκυλ. ἐν Γ. Κεδρ. τ. Β΄, σ. 666, 1.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ χειρογράφος
ιδιόχειρη γραφή, γράψιμο με το ίδιο το χέρι κάποιου («ἐπηκολούθηκα τῇ αὐθεντικῇ χειρογραφίᾳ», πάπ.)
αρχ.
1. ένορκη δήλωση ή κατάθεση
2. χειρόγραφο
3. τυπική έκφραση.