ἑτεροκλινής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eteroklinis
|Transliteration C=eteroklinis
|Beta Code=e(teroklinh/s
|Beta Code=e(teroklinh/s
|Definition=ές, [[leaning to one side]], [[uneven]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>24</span>; of a building, <span class="bibl">D.C.57.21</span>; <b class="b3">τὰ ἑ. τῶν χωρίων</b> [[sloping]] ground, <span class="bibl">X. <span class="title">Cyn.</span>2.7</span>. Adv. -[[νῶς]] [[one-sidedly]], <span class="bibl">Sor.2.62</span>; <b class="b3">ἑ. ἔχειν πρὸς ἡδονήν</b> to have [[a propensity]] to it, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.12.7</span>.
|Definition=ἑτεροκλινές, [[leaning to one side]], [[uneven]], Hp.''Art.''24; of a building, D.C.57.21; <b class="b3">τὰ ἑ. τῶν χωρίων</b> [[sloping]] [[ground]], X. ''Cyn.''2.7. Adv. [[ἑτεροκλινῶς]] = [[one-sidedly]], Sor.2.62; <b class="b3">ἑ. ἔχειν πρὸς ἡδονήν</b> to have a [[propensity]] to it, Arr.''Epict.''3.12.7.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροκλῐνής Medium diacritics: ἑτεροκλινής Low diacritics: ετεροκλινής Capitals: ΕΤΕΡΟΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: heteroklinḗs Transliteration B: heteroklinēs Transliteration C: eteroklinis Beta Code: e(teroklinh/s

English (LSJ)

ἑτεροκλινές, leaning to one side, uneven, Hp.Art.24; of a building, D.C.57.21; τὰ ἑ. τῶν χωρίων sloping ground, X. Cyn.2.7. Adv. ἑτεροκλινῶς = one-sidedly, Sor.2.62; ἑ. ἔχειν πρὸς ἡδονήν to have a propensity to it, Arr.Epict.3.12.7.

German (Pape)

[Seite 1048] ές, nach der einen oder der andern Seite sich neigend, abschüssig, Hippocr.; χωρίον Xen. Cyn. 2, 8; Sp., wie D. Cass. 57, 21 στοὰ ἐπειδὴ ἑτ. ἐγένετο, ὠρθώθη. – Adv., ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρός τι, Hang zu Etwas haben, Arr. Epict. 3, 12, 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche d'un côté.
Étymologie: ἕτερος, κλίνη.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροκλῐνής: наклонный, покатый: τὰ ἑτεροκλινῆ τῶν χωρίων Xen. покатые места, отлогие спуски.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροκλινής: -ές, ῥέπων, κλίνων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, κεκλιμένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, Δίων Κ. 57. 21· χωρίον ἑτ., κατωφερὲς μέρος, Ξεν. Κυν. 2. 7. -Ἐπίρρ. ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρὸς ἡδονήν, ἔχειν ῥοπήν, κλίσιν, προδιάθεσιν πρὸς αὐτήν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 12, 7.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, -ές)
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές
μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών
αρχ.
κατηφορικός («ἑτεροκλινὲς χωρίον», κατηφορικό μέρος, Ξεν.).
επίρρ...
ετεροκλινώς (ΑΜ ἑτεροκλινῶς)
με κλίση προς το ένα μόνο μέρος, προς τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + κλινής (< κλίνω), πρβλ. ακλινής].

Greek Monotonic

ἑτεροκλῐνής: -ές (κλίνω), αυτός που κλίνει προς ένα μέρος, κατηφορικός, κεκλιμένος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἑτερο-κλῐνής, ές κλίνω
leaning to one side, sloping, Xen.