ἀκόλλητος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akollitos
|Transliteration C=akollitos
|Beta Code=a)ko/llhtos
|Beta Code=a)ko/llhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not cemented]] or [[not glued]], λίθοι <span class="title">BCH</span>35.43 (Dclos); [[not adhering]], [[δέρμα]] σώμασι Gal.11.125; [[not united]], [[not healed up]], of [[wound]]s, Id.18(2).802. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[incapable of being compacted]], <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>22</span>.</span>
|Definition=ἀκόλλητον,<br><span class="bld">A</span> [[not cemented]] or [[not glued]], λίθοι ''BCH''35.43 (Dclos); [[not adhering]], [[δέρμα]] σώμασι Gal.11.125; [[not united]], [[not healed up]], of [[wound]]s, Id.18(2).802.<br><span class="bld">2</span> [[incapable of being compacted]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''22.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόλλητος Medium diacritics: ἀκόλλητος Low diacritics: ακόλλητος Capitals: ΑΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: akóllētos Transliteration B: akollētos Transliteration C: akollitos Beta Code: a)ko/llhtos

English (LSJ)

ἀκόλλητον,
A not cemented or not glued, λίθοι BCH35.43 (Dclos); not adhering, δέρμα σώμασι Gal.11.125; not united, not healed up, of wounds, Id.18(2).802.
2 incapable of being compacted, D.H.Comp.22.

Spanish (DGE)

-ον
1 despegado, no unido ἀκόλλητον βρέτας imagen arrancada de su pedestal, S.Fr.10c.8 (cj.), de bloques de piedra fracturados y reparados mediante argamasa o clavijas ID 507.12 (III a.C.)
medic. no cicatrizado, no cerrado de una herida, Gal.18(2).802.
2 gram. que no puede unirse, formar grupo consonántico de ν seguida de χ D.H.Comp.22.15.
3 que no se adhiere δέρμα σώμασι Gal.11.125.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόλλητος: ὁ μὴ κεκολλημένος ἢ μὴ προσηρτημένος, τινί, Γαλην. 2) ἀσυνάρτητος, ἀσύναπτος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 42.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόλλητος, -ον)
αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία
«φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι»
νεοελλ.
ο απίθανος, ο απίστευτος
«ακόλλητο ψέμα»
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί
«ἀκόλλητον δέρμα σώμασι» (Γαλην. 11.125)
2. αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)
3. όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα σύνολο
«στοιχεῖα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)
4. ο ασύνδετος, ο παράταιρος
«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς θεῖα μέλη» (Διονύσ. Αρεοπ. Μ. 3.444 b).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κολλητὸς < κολλῶ].

German (Pape)

(nicht zusammenzuleimen), unvereinbar, Dion.Hal. C.V. p. 42; Galen.