ἀγχοτάτω: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=agchotato
|Transliteration C=agchotato
|Beta Code=a)gxota/tw
|Beta Code=a)gxota/tw
|Definition=Adv., Sup. of [[ἀγχοῦ]], [[nearest]], [[next]], c. gen., <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>18</span>, <span class="bibl">Hdt.2.169</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>620</span>; <b class="b3">ἀ. τινός</b>, of like ness, <span class="bibl">Hdt.7.64</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[-ότατα]]), <span class="bibl">80</span>, al.; [[τινί]] ib.<span class="bibl">91</span>; <b class="b3">οἱ ἀ. προσήκοντες</b> the [[nearest]] of kin, <span class="bibl">4.73</span>.
|Definition=Adv., Sup. of [[ἀγχοῦ]], [[nearest]], [[next]], c. gen., ''h.Ap.''18, Hdt.2.169, E.''Fr.''620; <b class="b3">ἀ. τινός</b>, of like ness, Hdt.7.64 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀγχότατα]]), 80, al.; [[τινί]] ib.91; <b class="b3">οἱ ἀ. προσήκοντες</b> the [[nearest]] of kin, 4.73.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχοτάτω Medium diacritics: ἀγχοτάτω Low diacritics: αγχοτάτω Capitals: ΑΓΧΟΤΑΤΩ
Transliteration A: anchotátō Transliteration B: anchotatō Transliteration C: agchotato Beta Code: a)gxota/tw

English (LSJ)

Adv., Sup. of ἀγχοῦ, nearest, next, c. gen., h.Ap.18, Hdt.2.169, E.Fr.620; ἀ. τινός, of like ness, Hdt.7.64 (v.l. ἀγχότατα), 80, al.; τινί ib.91; οἱ ἀ. προσήκοντες the nearest of kin, 4.73.

French (Bailly abrégé)

v. ἀγχοῦ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχοτάτω: ἐπίρρ., ὑπερθ. τοῦ ἀγχοῦ, ὡς τὸ ἄγχιστα, ἐγγύτατα, πλησιαίτατα, μ. γεν., Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 18, Ἡρόδ. 2. 169, Εὐρ. Ἀποσπ. 623· ἀγχ. τινός, πλησιαίτατα, ἑπομ. ὁμοιότατα πρός τινα, Ἡρόδ. 7. 73, 80, καὶ ἀλλ.· ὡσαύτως τινί, 7. 91, 1: ― οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες, οἱ πλησιαίτατοι συγγενεῖς, 4. 73: ― ὡσαύτως καὶ ἀγχότατα· ἀγχ. ἔχειν τινός, εἶμαι ὁμοιότατος πρὸς... 7. 64.

Greek Monotonic

ἀγχοτάτω: επίρρ., υπερθ. του ἀγχοῦ, όπως το ἄγχιστα, εγγύτατα, πάρα πολύ κοντά· με γεν. σε Ηρόδ.· ἀγχοτάτω τινός, πολύ κοντά, δηλ. παρόμοια προς κάποιον, στον ίδ.· επίσης, τινί, στον ίδ.· οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες, οι πιο κοντινοί, οι πιο στενοί συγγενείς, στον ίδ.· επίσης, ἀγχότατα ἔχειν τινός, είμαι πανομοιότυπος με κάποιον, στον ίδ.

Middle Liddell


Sup. of ἀγχοῦ, like ἄγχιστα, nearest, next, c. gen., Hdt.; ἀγχ. τινός very near, i. e. very like, some one, Hdt.; also τινί Hdt.:— οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες the nearest of kin, Hdt.:— so, ἀγχότατα ἔχειν τινός to be most like one, Hdt.