καινουργία: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kainourgia | |Transliteration C=kainourgia | ||
|Beta Code=kainourgi/a | |Beta Code=kainourgi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, making new: innouation in the state, <b class="b3">ταραχὴ καὶ κ.</b> Isoc.6.50; of Christianity, prob. in ''OGI''569.18 (Arycanda, iv A. D.); [[renewal]], [[recreation]], τοῦ ὅλου Max.Tyr.41.4; of [[manufacture]], J.''AJ''12.2.9, cf. D.H.''Isoc.''9, Hierocl.p.52A. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, making new: innouation in the state, ταραχὴ καὶ κ. Isoc.6.50; of Christianity, prob. in OGI569.18 (Arycanda, iv A. D.); renewal, recreation, τοῦ ὅλου Max.Tyr.41.4; of manufacture, J.AJ12.2.9, cf. D.H.Isoc.9, Hierocl.p.52A.
German (Pape)
[Seite 1295] ἡ, Neuerung, bes. im Staate; Isocr. 6, 50 ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾶττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν; Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
innovation, particul. innovation politique, révolution.
Étymologie: καινουργός.
Russian (Dvoretsky)
καινουργία: ἡ обновление, изменение, перемена, переворот (ταραχὴ καὶ κ. Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
καινουργία: ἡ, νεωτερισμὸς ἐν τῇ πολιτείᾳ, ταραχὴ καὶ καινουργία Ἰσοκρ. 125C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ.
Greek Monolingual
καινουργία, ἡ (AM) καινουργός
μσν.
ανανέωση, ανακαίνιση
αρχ.
1. νεωτερισμός, καινοτομία
2. μεταβολή πολιτική («ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾱττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν», Ισοκρ.).
Greek Monotonic
καινουργία: ἡ, μεταβολή, νεωτερισμός, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
καινουργία, ἡ,
innovation, Isocr. [from καινουργός