πλατίστακος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=platistakos
|Transliteration C=platistakos
|Beta Code=plati/stakos
|Beta Code=plati/stakos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the fish]] [[μύλλος]], Dorio ap.<span class="bibl">Ath.3.118c</span>; also, = [[σαπέρδης]], Parmeno ap. eund.<span class="bibl">7.308f</span>: with play on [[Πλάτων]], Timo <span class="bibl">30</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[pudenda muliebria]], Hsch., Phot.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[the fish]] [[μύλλος]], Dorio ap.Ath.3.118c; also, = [[σαπέρδης]], Parmeno ap. eund.7.308f: with play on [[Πλάτων]], Timo 30.<br><span class="bld">II</span> [[pudenda muliebria]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτίστᾰκος Medium diacritics: πλατίστακος Low diacritics: πλατίστακος Capitals: ΠΛΑΤΙΣΤΑΚΟΣ
Transliteration A: platístakos Transliteration B: platistakos Transliteration C: platistakos Beta Code: plati/stakos

English (LSJ)

ὁ,
A the fish μύλλος, Dorio ap.Ath.3.118c; also, = σαπέρδης, Parmeno ap. eund.7.308f: with play on Πλάτων, Timo 30.
II pudenda muliebria, Hsch., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτίστᾰκος: ὁ, «Δωρίων δ᾿ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων… τοὺς δὲ προσαγορευομένους φησὶ μύλλους ὑπὸ μέν τινων καλεῖσθαι ἀγνωτίδια, ὑπὸ δέ τινων πλατιστάκους» Ἀθήν. 118C, ἴδε σημείωσιν Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ, 201: ὡσαύτως, = σαπέρδης, Παρμ. αὐτόθι 308F. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. το ψάρι μύλλος. το μυλοκόπι
2. το ψάρι σαπέρδης
3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «πλατίστακος
τὸ γυναικεῖον αἰδοῑον»
4. χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο του Πλάτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ. πλάταξ. Πρόκειται μάλλον για λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, όπως συμπεραίνουμε από το δυσερμήνευτο επίθημα -ακος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη χρήση της λ. πλατίστακος με σημ. «γυναικείο αιδοίο». Αυτή η σημ. θα μάς οδηγούσε στο επίθ. πλατύς (πρβλ. και τη χρήση της λ. πεδίον με την ίδια σημ.). Ωστόσο, η αναγωγή της λ. σε έναν τ. πλάτιστος, υπερθ. του πλατύς, δεν θεωρείται πιθανή].

German (Pape)

ὁ, eine große Art des Fisches μύλλος, Dorio bei Ath. III.118d; auch = σαπέρδης, VII.308f. – Nach Phot. auch τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον.