τρυμαλιά: Difference between revisions
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trymalia | |Transliteration C=trymalia | ||
|Beta Code=trumalia/ | |Beta Code=trumalia/ | ||
|Definition=ἡ, = [[τρύμη]], [[hole]], | |Definition=ἡ, = [[τρύμη]], [[hole]], Sotad. 1 ([[sensu obsceno|sens. obsc.]]), [[LXX]] ''Je.''13.4, al.; <b class="b3">ἡ τ. τῆς ῥαφίδος</b> the [[eye]] of the needle, ''Ev.Marc.''10.25; [[βελόνης]] Maria ap.Zos.Alch.p.238 B.; [[mesh]], Aesop.26. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = τρύμη, hole, Sotad. 1 (sens. obsc.), LXX Je.13.4, al.; ἡ τ. τῆς ῥαφίδος the eye of the needle, Ev.Marc.10.25; βελόνης Maria ap.Zos.Alch.p.238 B.; mesh, Aesop.26.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
= τρύμη (sens obscène).
NT: trou (d'une aiguille)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυμαλιά -ᾶς, ἡ [τρύω] gat, oog (van een naald).
German (Pape)
[ῡ], ἡ, = τρύμη, Loch; Sotad. bei Ath. XIII.621a; NT.
Russian (Dvoretsky)
τρῡμᾰλιά: и τρῡμαλιή ἡ NT, Plut. = τρύπη.
English (Strong)
from a derivative of truo (to wear away; akin to the base of τραῦμα, τρίβος and τρώγω); an orifice, i.e. needle's eye: eye. Compare τρύπημα.
English (Thayer)
τρυμαλιᾶς, ἡ (equivalent to τρυμα, or τρύμη, from τρύω to wear away, perforate), a hole (eye of a needle): R G in Sotades in Plutarch, mor., p. 11a. (i. e., de educ. puer. § 14); Geoponica.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α
(στην αρχ. με τη λ. ῥαφίς) η οπή της βελόνας
αρχ.
οπή, τρύπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύμη / τρῦμα (για τον σχηματισμό της λ. βλ. λ. αρμαλιά)].
Greek Monotonic
τρῡμᾰλιά: ἡ (τρύω) = τρύμη, τρύπα, οπή, ἡ τρυμαλιὰ τῆς ῥαφίδος, οπή βελόνας, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
τρῡμᾰλιά: ἡ, (τρύω) τρύμη. ὀπή, Σωτάδ. παρ’ Ἀθην. 621Α, Ἑβδ. (Ἱερ. ΙΓ΄, 4, κ. ἀλλ.)· ἡ τρ. τῆς ῥαφίδος, ἡ ὀπὴ τῆς βελόνης (πρβλ. τρύπημα), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 25, πρβλ. κ. Λουκ. ιη΄, 25.
Middle Liddell
τρῡμᾰλιά, ἡ, τρύω = τρύμη
a hole, ἡ τρ. τῆς ῥαφίδος the eye of the needle, NTest.
Chinese
原文音譯:trumali£ 特呂馬利阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:孔 相當於: (נָקִיק) (סָעִיף)
字義溯源:針眼,孔(洞),眼;源自(Τρυφῶσα)X*=磨損),類似: (τραῦμα)=傷處, (τρίβος)=路徑, (τρώγω)=齧咬*,咀嚼。比較: (τρῆμα / τρύπημα)=小孔
出現次數:總共(2);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 眼(2) 可10:25; 路18:25