ἀγκάλισμα: Difference between revisions
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=agkalisma | |Transliteration C=agkalisma | ||
|Beta Code=a)gka/lisma | |Beta Code=a)gka/lisma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is embraced]] or [[taken in the arms]], Luc.''Am.''14: hence, [[darling]], Lyc.308.<br><span class="bld">II</span> [[embrace]], metaph., ἀ. κλυσιδρομάδος αὔρας Tim.''Pers.''91. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is embraced or taken in the arms, Luc.Am.14: hence, darling, Lyc.308.
II embrace, metaph., ἀ. κλυσιδρομάδος αὔρας Tim.Pers.91.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 abrazo ἔχει τὸ σῶμα ἐν τοῖς ἀγκαλίσμασιν ... ὅλως ἐνηρμοσμένον como característica de la mujer, Ach.Tat.2.37.6.
2 objeto de los abrazos, objeto de amor, cariño ἀ. κλυσιδρομάδος αὔρας Tim.15.80, χειροπληθὲς ἀ. Luc.Am.14, τερπνὸν ἀ. συγγόνων tierno cariño de los hermanos Lyc.308.
German (Pape)
[Seite 14] τό, χειροπληθές, ein die Hand füllender Gegenstand der Umarmung, Luc. Amor. 14; Umarmung, Luc. 308.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 objet qu'on tient embrassé ou qu'on tient sur ses bras;
2 embrassement.
Étymologie: ἀγκαλίζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀγκάλισμα -ατος, τό ἀγκαλίζομαι object van omhelzing, iets om te omhelzen:. πῶς δ’ ἀμφιλαφεῖς αἱ λαγόνες, ἀγκάλισμα χειροπληθές hoe breed zijn zijn flanken, een armenvullend object van omhelzing Luc. 49.14.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκάλισμα: ατος τό обхватываемое руками: ἀ. χειροπληθές Luc. пышные, округлые формы (о статуе богини).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκάλισμα: -ατος, τό, ὅ,τι ἐναγκαλίζεταί τις ἢ ὅ,τι πληροῖ τὴν ἀγκάλην αὐτοῦ, Λουκ. Ἔρωτ. 14· πρβλ. ὑπαγκάλισμα. ΙΙ. ἡ πρᾶξις τοῦ ἐναγκαλίζεσθαι, κοιν. τὸ ἀγκάλιασμα, Λυκόφρ. 308.
Greek Monotonic
ἀγκάλισμα: -ατος, τό (ἀγκαλίζομαι), αυτό που αγκαλιάζει κάποιος ή κρατά στην αγκαλιά του, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἀγκαλίζομαι
that which is embraced or carried in the arms, Luc.