ἐμβίωσις: Difference between revisions
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emviosis | |Transliteration C=emviosis | ||
|Beta Code=e)mbi/wsis | |Beta Code=e)mbi/wsis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[maintenance of life]], [[LXX]] ''Si.''38.14.<br><span class="bld">2</span> [[way of living]], ib.''3 Ma.''3.23.<br><span class="bld">II</span> [[taking root]], Plu.2.640d. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A maintenance of life, LXX Si.38.14.
2 way of living, ib.3 Ma.3.23.
II taking root, Plu.2.640d.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 recursos de vida φονεύων τὸν πλησίον ὁ ἀφαιρούμενος ἐμβίωσιν LXX Si.34.22, cf. 38.14, λεπτὸν ... καὶ ξηρὸν (τὸν φλοιόν) οὐ παρέχειν ... ἐμβίωσιν τοῖς ἐντιθεμένοις Plu.2.640d.
2 estilo de vida μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως LXX 3Ma.3.23.
German (Pape)
[Seite 805] ἡ, von Pflanzen, das Gedeihen, Fortkommen, Plut. Symp. 2, 6, 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de vivre dans ou sur.
Étymologie: ἐμβιόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβίωσις: εως ἡ (о растениях) жизнедеятельность, жизнь Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβίωσις: -εως, ἡ, τὸ ζῆν καὶ αὐξάνεσθαι, Πλούτ. 2. 640D.
Greek Monolingual
ἐμβίωσις, η (Α)
1. τρόπος διαβιώσεως
2. (για φυτά) διατήρηση στη ζωή και συνέχιση της αύξησης τους μετά τη μεταφύτευση.