ἐπωφελής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epofelis | |Transliteration C=epofelis | ||
|Beta Code=e)pwfelh/s | |Beta Code=e)pwfelh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπωφελές, [[helpful]], [[useful]], Sever. ''Clyst.''p.17 D., Poll.5.136, ''Cod.Just.''1.2.17.1; ἡμῖν Hierocl.''in CA''11p.441M. Adv. [[ἐπωφελῶς]] Poll.5.135, Vett. Val.165.18, Them.''Or.''21.252a,22.278c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπωφελές, helpful, useful, Sever. Clyst.p.17 D., Poll.5.136, Cod.Just.1.2.17.1; ἡμῖν Hierocl.in CA11p.441M. Adv. ἐπωφελῶς Poll.5.135, Vett. Val.165.18, Them.Or.21.252a,22.278c.
German (Pape)
[Seite 1016] ές, hülfreich, nützlich, Schol. Ar. Plut. 88. – Adv., Themist. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωφελής: -ές, βοηθῶν, χρήσιμος, ὠφέλιμος, Πολυδ. Ε΄, 136, καὶ ἄλλοι Γραμματ. - Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 135, Θεμίστ. 252Α, 278C. - Παρ’ Ἡσυχ. παροξυτόνως: «ἐπωφέλης· ὁ καλούμενος ἐφιάλτης».
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπωφελής, -ές)
ωφέλιμος, χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ωφελής (< όφελος < οφέλλω «επαυξάνω, ωφελώ»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ανωφελής, κοινωφελής). Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].