δικηφόρος: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dikiforos | |Transliteration C=dikiforos | ||
|Beta Code=dikhfo/ros | |Beta Code=dikhfo/ros | ||
|Definition= | |Definition=δικηφόρον, [[bringing justice]], [[avenging]], Ζεύς A.''Ag.''525; <b class="b3">ἡμέρα δ.</b> the day of [[vengeance]], ib.1577; <b class="b3">ὁ δ.</b> [[avenger]], opp. [[δικαστής]], Id.''Ch.''120. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δῐκηφόρος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[justiciero]], [[reparador]] Ζεύς A.<i>A</i>.525, ἡμέρα δ. día de la justicia</i> A.<i>A</i>.1577.<br /><b class="num">2</b> [[vengador]] op. [[δικαστής]]: πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον | |dgtxt=(δῐκηφόρος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[justiciero]], [[reparador]] Ζεύς A.<i>A</i>.525, ἡμέρα δ. día de la justicia</i> A.<i>A</i>.1577.<br /><b class="num">2</b> [[vengador]] op. [[δικαστής]]: πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; ¿hablas de un juez o acaso de un vengador?</i> A.<i>Ch</i>.120. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
δικηφόρον, bringing justice, avenging, Ζεύς A.Ag.525; ἡμέρα δ. the day of vengeance, ib.1577; ὁ δ. avenger, opp. δικαστής, Id.Ch.120.
Spanish (DGE)
(δῐκηφόρος) -ον
1 justiciero, reparador Ζεύς A.A.525, ἡμέρα δ. día de la justicia A.A.1577.
2 vengador op. δικαστής: πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; ¿hablas de un juez o acaso de un vengador? A.Ch.120.
German (Pape)
[Seite 629] Rache bringend, rächend, strafend; Ζεύς Aesch. Ag. 511; ἡμέρα 1559; Ch. 118 πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; Richter od. Rächer?
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vengeur litt. qui apporte la justice ou la vengeance.
Étymologie: δίκη, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
δῐκηφόρος: несущий возмездие, карающий (Ζεύς, ἡμέρα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐκηφόρος: -ον, ὁ φέρων δικαιοσύνην, ἐκδίκησιν, τιμωρός, ἐκδικητής, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 525· ἡμέρα δ., ἡ ἡμέρα τῆς ἐκδικήσεως, αὐτόθι 1577· ὁ δ., ὁ ἐκδικητής, ἀντίθ. δικαστής, ὁ αὐτ. Χο. 120.
Greek Monolingual
δικηφόρος, -ον (Α)
τιμωρός, εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -φόρος < φέρω.
Greek Monotonic
δῐκηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που αποδίδει δικαιοσύνη, εκδικητής, τιμωρός, Ζεύς, σε Αισχύλ.· ἡμέρα δ., η ημέρα της εκδίκησης, στον ίδ.· ως ουσ., εκδικητής, τιμωρός, στον ίδ.
Middle Liddell
δῐκη-φόρος, ον adj φέρω
bringing justice, avenging, Ζεύς Aesch.; ἡμέρα δ. the day of vengeance, Aesch.:—as substantive an avenger, Aesch.