ἐριοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erioforos
|Transliteration C=erioforos
|Beta Code=e)riofo/ros
|Beta Code=e)riofo/ros
|Definition=ον, [[wool-bearing]], [[δένδρον]] [[cotton]]-[[tree]], [[Gossypium arboreum]], <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>4.7.7</span> (pl.); [[ἐριοφόρος βολβός]], [[Pancratium maritimum]], ib.<span class="bibl">7.13.8</span>.
|Definition=ἐριοφόρον, [[wool-bearing]], [[δένδρον]] [[cotton]]-[[tree]], [[Gossypium arboreum]], [[Theophrastus]] ''HP''4.7.7 (pl.); [[ἐριοφόρος βολβός]], [[Pancratium maritimum]], ib.7.13.8.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριοφόρος Medium diacritics: ἐριοφόρος Low diacritics: εριοφόρος Capitals: ΕΡΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: eriophóros Transliteration B: eriophoros Transliteration C: erioforos Beta Code: e)riofo/ros

English (LSJ)

ἐριοφόρον, wool-bearing, δένδρον cotton-tree, Gossypium arboreum, Theophrastus HP4.7.7 (pl.); ἐριοφόρος βολβός, Pancratium maritimum, ib.7.13.8.

German (Pape)

[Seite 1030] Wolle tragend, δένδρα, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριοφόρος: -ον, φέρων ἔριον, δένδρον ἐρ., τὸ φυτὸν τοῦ βάμβακος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 4. 7, 7.

Greek Monolingual

-ο (AM ἐριοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει ή παράγει έριο ή ουσία όμοια με έριο
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το εριοφόρο
γένος φυτών της οικογένειας τών κυπειρωδών
2. φάρμακο το οποίο δίνεται για την καταπολέμηση σκουληκιών που αναπτύσσονται στα έντερα και ως στυπτικό τών εντέρων
αρχ.
φρ. α) «ἐριοφόρον δένδρον» — το φυτό βαμβάκι
β) «ἐριοφόρος βολβός» — το φυτό θαλασσινό παγκράτιο, κρίνος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -φόρος (< φέρω)].