λίβελλος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=livellos
|Transliteration C=livellos
|Beta Code=li/bellos
|Beta Code=li/bellos
|Definition=ὁ, = Lat. [[libellus]], [[petition]], PGiss.40.2 (iii A.D.), etc. λιβλάριος, ὁ, = Lat. <b class="b2">lǐbrarius, scribe, secretary</b>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span> 423v</span>. <span class="bibl">3</span> (ii A.D.), <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>71.605</span> (iv A.D.), etc.
|Definition=ὁ, = Lat. [[libellus]], [[petition]], PGiss.40.2 (iii A.D.), etc. λιβλάριος, ὁ, = Lat. lǐbrarius, scribe, secretary, ''BGU'' 423v. 3 (ii A.D.), ''PFlor.''71.605 (iv A.D.), etc.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίβελλος Medium diacritics: λίβελλος Low diacritics: λίβελλος Capitals: ΛΙΒΕΛΛΟΣ
Transliteration A: líbellos Transliteration B: libellos Transliteration C: livellos Beta Code: li/bellos

English (LSJ)

ὁ, = Lat. libellus, petition, PGiss.40.2 (iii A.D.), etc. λιβλάριος, ὁ, = Lat. lǐbrarius, scribe, secretary, BGU 423v. 3 (ii A.D.), PFlor.71.605 (iv A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

λίβελλος: ὁ, ἐκ τοῦ Λατ. libellus, βιβλίον, ὑπόμνημα, αἴτησις, ἀναφορά, Ἀθαν. 1, 353C, Βασίλ. IV, 533C, κλ.

Greek Monolingual

και λίβελος ο (AM λίβελλος)
νεοελλ.
δυσφημιστικό ή υβριστικό δημοσίευμα με σκοπό την άσκηση πολεμικής εναντίον ορισμένου προσώπου
μσν.-αρχ.
1. μηνυτήρια αναφορά, κατηγορητήριο
2. ρωμ. δίκ. υπόμνημα παραπόνων ιδιώτη κατά υπαλλήλου του ρωμαϊκού δημοσίου απευθυνόμενο προς ιεραρχικώς ανώτερο όργανο ή και προς τον αυτοκράτορα
3. μικρό απόσπασμα βιβλίου
3. παράκληση, ικεσία
αρχ.
αίτηση, υπόμνημα, αναφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libel-lus «βιβλιαράκι», υποκορ. του liber «βιβλίον»].