λίβελλος
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ὁ, = Lat. libellus, petition, PGiss.40.2 (iii A.D.), etc. λιβλάριος, ὁ, = Lat. lǐbrarius, scribe, secretary, BGU 423v. 3 (ii A.D.), PFlor.71.605 (iv A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
λίβελλος: ὁ, ἐκ τοῦ Λατ. libellus, βιβλίον, ὑπόμνημα, αἴτησις, ἀναφορά, Ἀθαν. 1, 353C, Βασίλ. IV, 533C, κλ.
Greek Monolingual
και λίβελος ο (AM λίβελλος)
νεοελλ.
δυσφημιστικό ή υβριστικό δημοσίευμα με σκοπό την άσκηση πολεμικής εναντίον ορισμένου προσώπου
μσν.-αρχ.
1. μηνυτήρια αναφορά, κατηγορητήριο
2. ρωμ. δίκ. υπόμνημα παραπόνων ιδιώτη κατά υπαλλήλου του ρωμαϊκού δημοσίου απευθυνόμενο προς ιεραρχικώς ανώτερο όργανο ή και προς τον αυτοκράτορα
3. μικρό απόσπασμα βιβλίου
3. παράκληση, ικεσία
αρχ.
αίτηση, υπόμνημα, αναφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libel-lus «βιβλιαράκι», υποκορ. του liber «βιβλίον»].